Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δανικός -ή -ό [δanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Δανία ή στους Δανούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς· δανέζικος: Δανική κυβέρνηση / γλώσσα. || (ως ουσ.) η δανική, τα δανικά, η δανική γλώσσα.
δανικά ΕΠIΡΡ σε δανική γλώσσα· δανέζικα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Δαν(ία) -ικός < μσνλατ. Dan(ia) ( [dán-] ) -ία (ορθογρ. δαν.)]