Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δανειστής ο [δanistís] Ο7 θηλ. δανείστρια [δanístria] Ο27 : αυτός που δανείζει χρήματα: Οι δανειστές του ελληνικού δημοσίου. Tον κυνηγούν οι δανειστές του. || (επέκτ., και ως επίθ.): Δανείστρια γλώσσα.
[αρχ. δανειστής· λόγ. δανεισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- δανειστής ο.
-
- Αυτός που δανείζει:
- (Προδρ. III 285).
[αρχ. ουσ. δανειστής. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που δανείζει: