Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δανεικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δανεικός, επίθ.
  • Που τον δανείζει ή τον δανείζεται κάπ.:
    • αν μας απήραν πρόβατα, … ως δανεικά ας τα επάρουσιν, αν τύχει να τα στρέψουν (Χρον. Μορ. H 1127
    • (μεταφ.):
      • μέρος απ’ αυτούς ήσαν δανεικοί από άλλες συντροφίες (Σουμμ., Ρεμπελ. 160).
  • Το ουδ. εν. ως ουσ. = δάνειο:
    • έδωκεν το δανεικόν κι εκείνο οπού χρώστει (Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 5).

[<ουσ. δάνειον + κατάλ. ικός. Η λ. τον 8.-9. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δανεικός -ή -ό [δanikós] Ε1 : που τον δανείζει ή που τον δανείζεται κάποιος: Παίρνω κτ. δανεικό από κπ. Mε δανεικά ρούχα / χρήματα. || (ως ουσ.) τα δανεικά, χρήματα τα οποία έχει δανειστεί κάποιος και τα οποία είναι υποχρεωμένος να τα επιστρέψει: Zει με δανεικά. (έκφρ.) δανεικά κι αγύριστα, για χρέος που δεν υπάρχει προοπτική να εξοφληθεί.

[μσν. δανεικός < δάν(ειο) ή δαν(είζω) -ικός (πρβ. μσν. δανειακός) (η ορθογρ. κατά τη λ. δάνειο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες