Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δανείζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δανείζω [δanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. παραχωρώ σε κπ. κτ. δικό μου για να το χρησιμοποιήσει, με την προϋπόθεση να μου το επιστρέψει μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα: Bιβλία δε ~. Mπορείς να μου δανείσεις για λίγο την ομπρέλα σου; Πήγε να δανειστεί ένα σφυρί. || δίνω χρήματα σε κπ., ο οποίος έχει την υποχρέωση να μου τα επιστρέψει με ή χωρίς τόκο: Δε θέλω να δανείζομαι. Δανείστηκε με υψηλό / χαμηλό τόκο. Οι τράπεζες δε δανείζουν σε πρόσωπα αφερέγγυα. ΠAΡ Όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. 2. με αφηρημένα ουσιαστικά, χρησιμοποιώ κτ. που δεν το έχω δημιουργήσει εγώ ο ίδιος: Δανείστηκα αυτή την ιδέα από τον τάδε. H νεοελληνική δανείστηκε πολλές λέξεις από την αγγλική / από τη γαλλική γλώσσα.

[1: αρχ. δανείζω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. emprunter]

[Λεξικό Κριαρά]
δανείζω.
  • I. Ενεργ.
    • α) Δίνω κ. με επιστροφή:
      • Είτι γαρ δώσεις τον πτωχόν, προς τον Θεόν δανείζεις (Κομν., Διδασκ. Δ 300
      • (με σύστ. αντικ.):
        • ότι να δανείσεις το σύντροφό σου δάνεισμα τίποτα (Πεντ. Δευτ. XXIV 10
      • (μεταφ.):
        • εδάνεισαν κι εμέ ραβδεάν άγαν ανδρειωμένην (Διγ. Z 3030
    • β) φρ. δανείζω το κορμί, τη σάρκα = (προκ. για γυναίκα) εκδίδομαι:
      • (Συναξ. γυν. 1156), (Σαχλ., Αφήγ. 707).
  • II. (Μέσ.) δανείζομαι χρήματα ή κ. άλλο με επιστροφή:
    • Περί το δάνειον τό να δανεισθεί ο υιός (Ασσίζ. 16015· Βακτ. αρχιερ. 143), (Θησ. Ε´ [277]).

[αρχ. δανείζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες