Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαμασκί το [δamaskí] Ο43 : 1. το δαμασκηνί χρώμα. 2. μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου.
[μσν. δαμασκί < τοπων. Δαμασκ(ός) -ί (δες στο -ής, -ιά, -ί)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαμασκί, επίθ. ουδ.· διμισκί.
-
- (Προκ. για μαχαίρι) δαμασκηνό:
- Εφτά μαχαίρια δαμασκιά, καινουργιοτροχισμένα (Εκατόλ. Μ 93126)·
- φόνευσε με διμισκί μαχαίρι (Κορων., Μπούας 62).
[<βεν. damaschin. Ο τ. <τουρκ. dimişkî· απ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ίς). Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για μαχαίρι) δαμασκηνό: