Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαμάσκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμάσκο το [δamásko] Ο39 : είδος χοντρού πολυτελούς υφάσματος με ανάγλυφα σχέδια.

[ιταλ. damasco < τοπων. Δαμασκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες