Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαμάσκηνο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμάσκηνο το [δamáskino] Ο41 : σαρκώδης καρπός με ελλειψοειδές σχήμα, χρώμα σκούρο μοβ, λεπτή φλούδα και χυμώδη, εύγευστη σάρκα· ο καρπός της δαμασκηνιάς: Nόστιμα δαμάσκηνα. Ξερά δαμάσκηνα. Δαμάσκηνα κομπόστα.

[μσν. δαμάσκηνον < ελνστ. δαμασκηνόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. Δαμασκηνός (< τοπων. Δαμασκός) υποχωρ. για ένδειξη ουσιαστικοπ. (σύγκρ. στακτής > στάχτη)]

[Λεξικό Κριαρά]
δαμάσκηνον το.
  • Ο καρπός της δαμασκηνιάς:
    • δαμάσκηνα μετά ροδιών μεγάλων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1498).

[μτγν. ουσ. δαμασκηνόν με αναβιβ. του τόνου. Η λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
Δαμάσκηνος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. δαμάσκηνον:
    • Δαμασκήνου του πρωτονοβελισίμου (Πωρικ. I 7).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμασκηνός -ή -ό [δamaskinós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που προέρχεται από τη Δαμασκό: Δαμασκηνό σπαθί / ύφασμα.

[λόγ. < ελνστ. Δαμασκηνός (< τοπων. Δαμασκός)]

[Λεξικό Κριαρά]
δαμασκηνόχειλος, επίθ.
  • Που τα χείλη του έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου:
    • Κυρά δαμασκηνόχειλη και λιγνοπουγουνάτη (Ch. pop. 218).

[<ουσ. δαμάσκηνο + χείλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες