Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαμάζω [δamázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου: Ο θηριοδαμαστής δάμασε τα λιοντάρια. Ο Aλέξανδρος κατάφερε να δαμάσει το Bουκεφάλα. || (επέκτ.): H δασκάλα προσπάθησε άδικα να δαμάσει τα μικρά θηρία, τους ατίθασους μαθητές. 2. (μτφ.) α. καταφέρνω να υποτάξω στη θέληση, να συγκρατήσω ή να ελέγξω δυνάμεις που θεωρούνται ανεξέλεγκτες όπως: α1. τα στοιχεία της φύσης: Ο άνθρωπος κατάφερε να δαμάσει τον άνεμο. α2. ένστικτα ή ισχυρά συναισθήματα: ~ τα πάθη / την οργή / το θυμό μου. β. καταφέρνω να κάνω κτ. κτήμα μου, να το θέσω υπό τον έλεγχό μου: Πώς μπορεί κανείς σήμερα να δαμάσει το πλήθος των επιστημονικών γνώσεων;
[λόγ. < αρχ. δαμάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαμάζω.
-
- 1) Ταλαιπωρώ, βασανίζω:
- μόνος εγώ δαμάζομαι (Γλυκά, Στ. 132).
- 2) Καταστρέφω, εξολοθρεύω:
- να σε δαμάσει η άσβεστος και να σε κάψει η στύψις (Διήγ. παιδ. 212).
- 3)
- α) Καταπραΰνω:
- τούτο (ενν. ο ζωμός) δαμάζει πάντοτε … τους καλογήρους (Προδρ. ΙV 378)·
- β) (προκ. για τη φωτιά) καταστέλλω, σβήνω:
- το πυρ δαμάζει (ενν. η σαλαμάνδρα) (Φυσιολ. (Legr.) 604· Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [417]).
- α) Καταπραΰνω:
[αρχ. δαμάζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ταλαιπωρώ, βασανίζω: