Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δακτύλιος ο [δaktílios] Ο19 : για κτ. που έχει το σχήμα ή περίπου το σχήμα στεφάνης, δαχτυλιδιού. 1. (επιστ.) α. (ανατ.) το τελευταίο διασταλτό τμήμα στο οποίο καταλήγει το παχύ έντερο. β. (ζωολ.) καθένα από τα δακτυλιοειδή τμήματα από τα οποία αποτελείται το σώμα των αρθροπόδων εντόμων και των σκουληκιών. γ. (αστρον.) φωτεινή ζώνη που αποτελείται από πλήθος θραυσμάτων και περιβάλλει ορισμένους πλανήτες: Ο ~ του Kρόνου. Tα τελευταία χρόνια οι αστρονόμοι διαπίστωσαν ότι και ο πλανήτης Ουρανός έχει δακτύλιο. 2. για κτ. που διατάσσεται ή που περιβάλλει, ορίζει κτ. ως νοητή στεφάνη: Οι κατοικίες ήταν τοποθετημένες σε επάλληλους δακτυλίους. Οδικός ~. || (επέκτ.) κεντρική περιοχή σε μεγάλη πόλη, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα στην κυκλοφορία οχημάτων: Εσωτερικός / εξωτερικός (οδικός) ~. Ο ~ της Aθήνας.
[λόγ.: 1α: αρχ. δακτύλιος `δαχτυλίδι΄· 1β: σημδ. νλατ. annulus (στη νέα σημ.) < λατ. anulus `δαχτυλίδι΄· 1γ: σημδ. γαλλ. anneau· 2: σημδ. αγγλ. ring, ring road]