Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δακτυλοδεικτούμενος -η -ο [δaktiloδiktúmenos] & δαχτυλοδεικτούμενος -η -ο [δaxtiloδiktúmenos] Ε5 : που φέρεται ως παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή.
[λόγ. < μπε. του ελνστ. ρ. δακτυλοδεικτοῦμαι < αρχ. δακτυλοδεικτῶ· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]