Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δακρύβρεχτος -η -ο [δakrívrextos] Ε5 : που είναι ποτισμένος με δάκρυα, κυρίως ειρωνικά, για κτ. που προσπαθεί να προκαλέσει τη συγκίνησή μας με τρόπο μελοδραματικό: Δακρύβρεχτο έργο / μυθιστόρημα. Mου ΄στειλε μια δακρύβρεχτη επιστολή.
[λόγ. δάκρυ + βρεκτ(ός) -ος < βρεκ- (βρέχω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] μτφρδ. γαλλ. mouillé de larmes]