Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακρυϊκός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δακρυϊκός -ή -ό [δakriikós] Ε1 : που αναφέρεται στα δάκρυα, που είναι σχετικός με τα δάκρυα: ~ πόρος. Δακρυϊκοί αδένες.

[λόγ. δάκρυ -ικός μτφρδ. γαλλ. lacrymal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες