Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαιμόνιος -α -ο [δemónios] Ε6 : που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευστροφία, που είναι εξαιρετικά δραστήριος και αποτελεσματικός σε κτ.: ~ επιχειρηματίας. Δαιμόνιο μυαλό. ~ νους. Είναι ~ άνθρωπος· τα καταφέρνει με ό,τι καταπιάνεται.
δαιμόνια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δαιμόνιος `που οφείλεται σε δαίμονες΄, αρχ. σημ.: `ουρανόσταλτος, θαυμαστός΄, κατά τη σημ. του ουσ. δαίμοναςI2]