Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δαιμονιώδης, επίθ.
-
- Δαιμονικός, διαβολικός:
- ενθυμητικότατος γαρ του κακού ην … και δαιμονιώδης (Ιστ. Ηπείρ. ΧΙV5).
[μτγν. επίθ. δαιμονιώδης]
- Δαιμονικός, διαβολικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαιμονιώδης -ης -ες [δemonióδis] Ε11 : που είναι υπερβολικά σφοδρός, βίαιος, δυνατός ή άγριος: ~ θόρυβος.
δαιμονιωδώς ΕΠIΡΡ: Tρέχω ~. [λόγ. < ελνστ. δαιμονιώδης· λόγ. < ελνστ. δαιμονιωδῶς]