Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαιμονίζω [δemonízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. δαιμονισμένος* : ενοχλώ, πειράζω ή εκνευρίζω κπ. σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει έξαλλος: Mε δαιμονίζει με τη συμπεριφορά του / με τους τρόπους του. Δαιμονίστηκα, όταν τον είδα να τεμπελιάζει. Mου απάντησε μ΄ έναν τρόπο που με δαιμόνισε. Mη με δαιμονίζεις!
[ενεργ. του ελνστ. μέσου ρ. δαιμονίζομαι `κατέχομαι από κακό πνεύμα΄ (αρχ. παθ.: `θεοποιούμαι΄)]