Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δαιμονίζομαι.
-
- 1)
- α) Κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα:
- φωνάζουσι με … άγριες φωνές ωσάν δαιμονισμένοι (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17218)·
- β) πάσχω από επιληψία, σεληνιάζομαι:
- Περί χωρίσεως ανδρογύνου οπού δαιμονίζεται η γυνή (Βακτ. αρχιερ. 187).
- α) Κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα:
- 2)
- α) (Συνεκδ.) εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών:
- (Σπαν. B 370)·
- β) παραφρονώ, τρελαίνομαι:
- να δαιμονισθείς κι εσύ, κυρά μου, δι’ εμένα (Ερωτοπ. 532).
- α) (Συνεκδ.) εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών:
[αρχ. δαιμονίζομαι. Η λ. και σήμ.]
- 1)