Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαδί το [δaδí] Ο43 : κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, το οποίο χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
[μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. της λ. δᾴς (δες δάδα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαδίν το· δαδί.
-
- α) Κομμάτι ξύλου από ρητινώδες δέντρο, που χρησιμοποιείται για προσάναμμα:
- κηροστούπιν και δαδίν (Προδρ. II 53)·
- β) δαδί σε ιατρική χρ., όπου το αφέψημά του θεραπευτικό μέσο:
- δαδίν λιπαρόν και λεύκης φλουν εψήσας (Ιατροσόφ. 5917).
[αρχ. ουσ. δᾳδίον. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Κομμάτι ξύλου από ρητινώδες δέντρο, που χρησιμοποιείται για προσάναμμα: