Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δα
301 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δα [δá] μόριο επιφωνηματικό : (οικ., προφ.) 1. ύστερα από δεικτικές αντωνυμίες ή δεικτικά επιρρήματα επιτείνει τη σημασία τους: τόσος ~, εδώ ~, εκεί ~. Tη γνωρίζει από τόσο ~ κοριτσάκι. || ύστερα από χρονικά επιρρήματα: τώρα ~, μόλις τώρα, μόλις προ ολίγου: Tώρα ~ εδώ ήταν. 2. με βεβαιωτική σημασία· βέβαια, φυσικά: Θα χαρούμε πολύ αν μείνετε. Ξέρετε ~ πόσο σας αγαπάμε. Δεν είναι ~ και τίποτε σπουδαίο, βέβαια, άλλωστε. 3. επιφωνηματικά: α. όχι ~, απάντηση με την οποία συνήθως ο ομιλητής προσπαθεί να μετριάσει ή να χαρακτηρίσει ως υπερβολικά τα όσα προαναφέρθηκαν: Όχι ~, τα παραλές καημένε. β. πώς ~, έλα ~, βεβαιωτικά, ειρωνικά: Πώς ~, τώρα μεγάλωσαν οι δουλειές μας, εμ βέβαια… γ. προτρεπτικά: Προσπάθησε ~ κι εσύ λίγο, κάνε κάτι!

[αρχ. δή με αλλ. > κατά το δεικτ. να]

[Λεξικό Κριαρά]
δα, μόρ.
  • Ως μόριο βεβαιωτικό ύστερα από αντων.:
    • αυτά δα να λογιάζεις (Αλφ. 1125).

[<αρχ. μόρ. δη. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δάβνη η,
βλ. δάφνη.
[Λεξικό Κριαρά]
δαγάλος, επίθ.· ουδ. δαγάλιν.
  • (Προκ. για άλογο) πιθ., κοκκινοτρίχης, «ντορής»:
    • ίππον εκαβαλίκευεν δαγάλον, αστεράτον (Διγ. Z 1174
    • (το ουδ. ως ουσ.):
      • άλογον οπού το ονόμαζα δαγάλον (Διγ. Άνδρ. 39412).

[αβέβ. ετυμ.· κατά Καλονάρο, Διγ. Α´, σ. 46 σχετ. με το επίθ. δάος, κατά Καραποτόσογλου 1983: 399-400 <αραβ. δāyyal. Βλ. και LBG, λ. δά‑]

[Λεξικό Κριαρά]
δάγκαμα το· δάγκαμαν· δάκαμα.
  • 1) Δαγκωματιά:
    • δάγκαμα σκύλου (Νομοκ. 38512).
  • 2) (Για δήλωση ελάχιστης ποσότητας φαγητού) μια μπουκιά:
    • δάγκαμαν ψωμίν (Καλλίμ. 1926).
  • 3) (Συνεκδ.) φαγητό:
    • δε μου λείπει δάκαμα (Φορτουν. Β´ 329).

[<δαγκάνω + κατάλ. μα. Ο τ. κ‑ στο Du Cange. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δαγκαματιά η· δακαματέ.
  • Δαγκωνιά, δαγκωματιά:
    • δίδουν των δακαματές και πολλές τσιμπηματές (Συναξ. γυν. 648).

[<ουσ. δάγκαμα + κατάλ. ιά. Τ. κκ‑ στο Meursius. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαγκάνα η [δaŋgána] Ο25α : 1. κοινή ονομασία για καθένα από τα δύο μεγάλα μπροστινά πόδια των αρθροπόδων, το οποίο, σε μορφή λαβίδας, χρησιμεύει και ως συλληπτήριο όργανο: Οι δαγκάνες του αστακού. || (επέκτ.): Οι δαγκάνες της τανάλιας. 2. (μτφ.) ασφυκτικός περιορισμός και δέσμευση από την οποία θα ήθελε κάποιος να ξεφύγει: Πιάστηκε στις δαγκάνες της εφορίας.

[δαγκάν(ω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
δαγκάνω· δακάνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Δαγκώνω:
      • λύκου λέγω πρόβατα ποτέ να μη δακάνει (Σαχλ. N 17817).
    • 2) Τρώγω:
      • ας μπούμε στο σπίτι να δακάσομε τίβετας (Φορτουν. Α´ 224).
    • 3) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω, τσιμπώ:
      • οι ψείρες της … ωσάν κουρεοί δαγκάνουν (Σαχλ., Αφήγ. 455).
    • 4) (Μεταφ.) βασανίζω:
      • ο έρωτας … θέλει να τους δακάνει (Τζάνε, Κατάν. 378).
    • 5) Φρ. δαγκάνω τη γη = ματαιοπονώ:
      • (Γλυκά, Στ. 160).
  • II. (Μέσ., μεταφ.) δαγκώνω τα χείλη μου από οργή:
    • τότες ο Ισαάκ εδαγκάθη και ασηκώθη μετ’ οργής (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 138r).

[μτγν. δαγκάνω. Ο τ. στο Meursius (κκά‑). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάγκειος ο [δángios] Ο20α : οξύ λοιμώδες νόσημα που μεταδίδεται με το τσίμπημα ενός είδους κουνουπιού και χαρακτηρίζεται από πυρετό και έντονους αρθρικούς και μυϊκούς πόνους: H επιδημία δαγκείου το 1928. || (ως επίθ.): ~ πυρετός.

[λόγ. < γαλλ. dengue (παρανάγνωση: γαλλ. προφ. [d], ριν. [ε], [g] ) < αγγλ. dengue < ισπαν. dengue (από γλ. της Aφρικής)]

[Λεξικό Κριαρά]
δαγκώ· δακώ.
  • Δαγκώνω:
    • να δακώ τα χείλη σου (Φαλιέρ., Ιστ. 645).

[<*δαγκάζω <αρχ. δακνάζω (ΙΛ, λ. δαγκάζω). Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (αυτ.· ποντ. δακώ <δάκνω, ΙΛ, Andr.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...31   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες