Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίωρος -η -ο [δíoros] Ε5 : που διαρκεί δύο ώρες: Δίωρη στάση εργασίας / διαδρομή. Δίωρο μάθημα, που γίνεται δύο φορές την εβδομάδα. || (ως ουσ.) το δίωρο, χρονικό διάστημα δύο ωρών: Tελείωσα τη δουλειά μου σε ένα δίωρο. Tο πρώτο δίωρο δεν έγινε μάθημα, τις δύο πρώτες διδακτικές ώρες.
[λόγ. δι- 1 + ώρ(α) -ος μτφρδ. γερμ. zweistündig]