Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίψα η [δípsa] Ο25α : 1. το αίσθημα που προκαλεί η φυσιολογική ανάγκη ανθρώπου ή ζώου να πιει νερό ή άλλο υγρό: H πείνα και η ~ λύγισαν τους πολιορκημένους. Tα αλμυρά φέρνουν ~. Kόλλησε / στέγνωσε το στόμα μου / ξεράθηκε η γλώσσα μου από τη ~, για πολύ μεγάλη δίψα. 2. (μτφ.) ασυγκράτητη επιθυμία, ακατανίκητος πόθος που κινεί ένα άτομο να δράσει για να πετύχει, να απολαύσει κτ.: ~ για ζωή / εκδίκηση / μόρφωση / εξουσία.
[αρχ. δίψα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δίψα η.
-
- α) Δίψα:
- (Ερωφ. Β´ 317)·
- β) (μεταφ.) σφοδρή επιθυμία:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 517 κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. δίψα. Η λ. και σήμ.]
- α) Δίψα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διψαλέος -α -ο [δipsaléos] Ε4 : (λόγ., ειρ.) που διψάει πολύ: Πειναλέος και ~.
[λόγ. < ελνστ. διψαλέος]