Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίχτυ το [δíxti] Ο44 : πλέγμα από νήματα ή από σύρματα που διασταυρώνονται σε ορθή ή οξεία γωνία και που σχηματίζουν διάκενα, δηλ. θηλιές σχετικά μεγάλου πλάτους, ανάλογα με τη χρήση του· χρησιμοποιείται: 1α. γενικά ως παγίδα στην αλιεία, στη σύλληψη άγριων ζώων κτλ.: Ο ψαράς έριξε ξανά τα δίχτυα του. Tο ζώο έπεσε στο ~ του κυνηγού. || ο ιστός της αράχνης. (έκφρ.) έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, παγιδεύτηκε. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) για να δηλώσουμε τις μεθόδους ή τους μηχανισμούς που λειτουργούν με τρόπο ύπουλο, για να παγιδεύσουν κπ. και να τον εμπλέξουν σε μια κατάσταση από την οποία δύσκολα μπορεί να ξεφύγει: Οι τρομοκρατικές οργανώσεις έχουν απλώσει παντού τα δίχτυα τους. Πιάστηκε στα δίχτυα της αγάπης / της γοητείας της. Έριξε παντού τα δίχτυα του, δημιούργησε πολλές και ποικίλες σχέσεις, για να πετύχει το σκοπό του. 2. για να συγκρατούμε, να προστατεύουμε κτ.: α. σε οχήματα, όπως π.χ. σε τρένο, για την τοποθέτηση μικρών αποσκευών. β. για την προστασία εργαζομένων σε επικίνδυνες εργασίες που γίνονται σε μεγάλο ύψος, όπως π.χ. για ακροβάτες. γ. είδος δικτυωτής τσάντας για τα ψώνια. δ. είδος χοντρού φιλέ για τα μαλλιά. 3. (αθλ.) α. σε ορισμένα αθλήματα, π.χ. πιγκ πογκ, βόλεϊ, τένις, το πλέγμα που χωρίζει στα δύο τον αγωνιστικό χώρο. β. το πλέγμα που συγκρατεί την μπάλα στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ κτλ.
διχτάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2γ. [μσν. δίκτυ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. δίκτυον]
[Λεξικό Κριαρά]
- δίχτυ, δίχτυο, διχτυό το,
- βλ. δίκτυ(ν).