Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίφυλλος -η -ο [δífilos] Ε5 : 1. για κατασκευή που κλείνει με δύο φύλλα: Δίφυλλη πόρτα / ντουλάπα. Δίφυλλο παράθυρο. 2. (βοτ.) για φυτό που έχει δύο φύλλα ή που τα φύλλα του αποτελούνται από δύο τμήματα.
[μσν. δίφυλλος < δι- 1 + φύλλ(ο) -ος]