Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίφρος ο [δífros] Ο18 : (αρχαιολ.) 1. ο χώρος του άρματος όπου καθόταν ο ηνίοχος και ο πολεμιστής. || (επέκτ.) πολεμικό άρμα ή γενικά άμαξα. 2. είδος πτυσσόμενου συνήθ. σκαμνιού.
[λόγ. < αρχ. δίφρος]