Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίφθογγος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίφθογγος ο [δífθoŋgos] Ο19 & δίφθογγος η [δífθoŋgos] Ο36 : (γραμμ.) 1. δύο φωνήεντα που προφέρονται σε μία συλλαβή και που το ένα συνήθ. προφέρεται ως ημίφωνο, π.χ. γάιδαρος, νεράιδα, αηδόνι, ρόιδι, βόηθα, χάιδεψα. || καταχρηστικός ~, κάθε συνδυασμός γραμμάτων που αλλιώς είναι σύμβολα του [i], π.χ. ι, υ, ει, οι, με το ακόλουθο φωνήεν, και που δηλώνει σύμφωνο και φωνήεν, π.χ. ποιος, βιάζομαι κτλ. 2α. (στην αρχαία ελληνική γλ.) δύο αλλεπάλληλα φωνήεντα που προφέρονται σε μια συλλαβή, π.χ. οι, ει, αι, ευ κτλ.· (πρβ. δίψηφο). β. (αρχ. μετρ.) καταχρηστικός ~, δίψηφο που δηλώνει μακρό φωνήεν και όχι πραγματικό δίφθογγο, π.χ. στη λ. εxς.

[λόγ. < ελνστ. δίφθογγος ἡ & μεταπλ. σε αρσ. για προσαρμ. στη δημοτ. (2β: σημδ. γερμ. unechter Diphthong)]

[Λεξικό Κριαρά]
δίφθογγος, επίθ.
  • (Προκ. για λέξη) που έχει δίφθογγο ή που επαναλαμβάνεται δύο φορές:
    • Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, και δίφθογγο σε γράφω (Προδρ. III 273-7 χφ K κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. δίφθογγος ως επίθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες