Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίστιχος -η -ο [δístixos] Ε5 : που αποτελείται από δύο αράδες, γραμμές ή από δύο ομοιοκατάληκτους στίχους: Δίστιχη αγγελία. Δίστιχη στροφή. || (ως ουσ.) το δίστιχο, ποίημα, συνήθ. ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: Tο λιανοτράγουδο και η μαντινάδα είναι δίστιχα.
[λόγ. < ελνστ. δίστιχος, δίστιχον]