Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίστηλος -η -ο [δístilos] Ε5 : που έχει δύο στήλες. α. για κείμενο τυπωμένο σε δύο στήλες: Δίστηλο άρθρο. || (ως ουσ.) το δίστηλο: Ο (τάδε) δημοσιογράφος κρατάει ένα δίστηλο στη δεύτερη σελίδα της (τάδε) εφημερίδας. β. που είναι χωρισμένος σε δύο κάθετα τμήματα: Δίστηλες φέτες καλοριφέρ.
[λόγ. δι- 1 + στήλ(η) -ος]