Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίσκος ο [δískos] Ο18 : I1. κυκλικό αντικείμενο με μικρό πάχος, του οποίου οι δύο επιφάνειες είναι επίπεδες ή σχεδόν επίπεδες: Ο ~ του ρολογιού. Ο ~ της ζυγαριάς. Ο ~ (επιλογής) του τηλεφώνου, όπου σχηματίζονται οι αριθμοί των συνδρομητών. Iπτάμενος* ~. || η ορατή επιφάνεια ενός ουράνιου σώματος: Ο ~ του ήλιου. α. (αθλ.) ξύλινος δίσκος με ατρακτοειδή εγκάρσια τομή, που περιβάλλεται από μεταλλική στεφάνη. || δισκοβολία: Nίκησε στο δίσκο. β. (τεχν.) μηχάνημα κοπής, του οποίου το κύριο εξάρτημα είναι ένας οδοντωτός περιστρεφόμενος δίσκος. γ. (ανατ.) μεσοσπονδύλιος ~, μέσο συνένωσης των σπονδύλων μεταξύ τους. 2α. κυκλική πλάκα από πλαστική ύλη, της οποίας οι δύο επιφάνειες έχουν λεπτές σπειροειδείς χαράξεις και όπου έχουν αποτυπωθεί μουσικοί ή άλλοι ήχοι: Aκούω μουσική από δίσκους. ~ με τις φωνές Ελλήνων ποιητών. ~ 33 / 45 στροφών. Εγγραφή δίσκου. Ο ~ κυκλοφόρησε σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Bάζω το δίσκο στο πικάπ να παίξει. ~ μακράς διαρκείας. Mικρός / μεγάλος / διπλός ~. Οι δύο πλευρές του δίσκου. Xρυσός / πλατινένιος ~, που απονέμεται τιμητικά στον τραγουδιστή, όταν οι πωλήσεις ενός δίσκου του υπερβούν έναν ορισμένο αριθμό. β. (πληροφ.) σκληρός ~, κυκλική βάση σε σχήμα δίσκου, με επικάλυψη μαγνητικού υλικού, που χρησιμοποιείται για την εγγραφή πληροφοριών με ψηφιακή μορφή και είναι μόνιμα προσαρμοσμένη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. || (σπάν.) εύκαμπτος ~, δισκέτα. II. σκεύος που αποτελείται από μία επίπεδη συνήθ. κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια επιφάνεια με ελαφρά υπερυψωμένα τα άκρα και που χρησιμοποιείται στο σερβίρισμα: Ο σερβιτόρος φέρνει στο δίσκο τα πιάτα και τα ποτήρια. (έκφρ.) του τα πηγαίνουν / τα θέλει όλα στο δίσκο, για κπ. που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτε. ~ μνημοσύνου, δίσκος με τα κόλλυβα. Ο άγιος ~, όπου τοποθετείται ο άρτος κατά την προετοιμασία της Θείας Ευχαριστίας. || Ο ~ της εκκλησίας, που τον περιφέρουν στην εκκλησία, για να προσφέρουν οι πιστοί χρήματα για τους φτωχούς: Στη διάρκεια της Λειτουργίας βγαίνει ο ~. ΦΡ βγάζω δίσκο / περιφέρω το δίσκο της επαιτείας, ζητώ με τρόπο μειωτικό για την αξιοπρέπειά μου την υλική βοήθεια των άλλων.
δισκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II, και στη σημ. I2α, για δίσκο 45 στροφών. [II: ελνστ. δίσκος· Ι: λόγ.: 1α: αρχ. δίσκος· 1β, 1γ, 2α: γαλλ. disque (στη νέα σημ.) < λατ. discus < αρχ. δίσκος· 2β: αγγλ. disk]
[Λεξικό Κριαρά]
- δίσκος ο.
-
- 1) Έκφρ. δίσκος του κόσμου = γη:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1793).
- 2) (Εκκλ.) ο άγιος δίσκος της εκκλησίας:
- δίσκους χρυσούς … και ιερά ποτήρια, διά … τα άχραντα μυστήρια (Ιστ. Βλαχ. 1659).
[αρχ. ουσ. δίσκος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έκφρ. δίσκος του κόσμου = γη: