Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίπτερος -η -ο [δípteros] Ε5 : I. που έχει δύο φτερά, κυρίως ως ουσ. τα δίπτερα, τάξη εντόμων, στην οποία ανήκουν οι μύγες και τα κουνούπια. II. για αρχαίο οικοδόμημα που περιβάλλεται από διπλή σειρά κιόνων: ~ ναός. III. που έχει δύο πτερύγια: Δίπτερη έλικα.
[λόγ.: I: αρχ. δίπτερος· II: ελνστ. σημ.· III: κατά τη σημ. της λ. πτερύγιο2]