Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίπορτος -η -ο [δíportos] Ε5 : που έχει δύο πόρτες, συνήθ. για ψυγείο που έχει μία πόρτα για τη συντήρηση και μία για την κατάψυξη. || (ως ουσ.) το δίπορτο, διπλή έξοδος, κυρίως στη ΦΡ το ΄χει δίπορτο, έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από δύο αντίθετες καταστάσεις, εκμεταλλευόμενος τη μία ή την άλλη ανάλογα με την περίσταση.
[δι- 1 + πόρτ(α) -ος]