Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίπορτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίπορτος -η -ο [δíportos] Ε5 : που έχει δύο πόρτες, συνήθ. για ψυγείο που έχει μία πόρτα για τη συντήρηση και μία για την κατάψυξη. || (ως ουσ.) το δίπορτο, διπλή έξοδος, κυρίως στη ΦΡ το ΄χει δίπορτο, έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από δύο αντίθετες καταστάσεις, εκμεταλλευόμενος τη μία ή την άλλη ανάλογα με την περίσταση.

[δι- 1 + πόρτ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες