Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίπλωμα 1 το [δíploma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διπλώνω: Tα σεντόνια θέλουν ~.
[διπλώ(νω) -μα]
- δίπλωμα 2 το : 1. επίσημο έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται: α. η επιτυχής ολοκλήρωση ενός κύκλου σπουδών, συνήθ. ανώτατης ή εξωσχολικής εκπαίδευσης: Πήρε το ~ του μηχανικού, πτυχίο. Έχει ~ αγγλικών. β. μια ορισμένη ικανότητα ενός ατόμου: ~ οδήγησης. ~ ευρεσιτεχνίας*. || (ειδικότ.) το δίπλωμα οδήγησης: Tον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε χωρίς ~. 2. έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται η κοινωνική προσφορά κάποιου· τιμητικό δίπλωμα: ~ απονομής παρασήμου. Aπονομή διπλωμάτων σε εθελοντές αιμοδότες.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. diplome (στη νέα σημ.) < λατ. diploma `έγγραφο΄ < ελνστ. δίπλωμα `διαβατήριο΄, αρχ. σημ.: `διπλωμένο χαρτί΄]
- διπλωμάτης ο [δiplomátis] Ο10 θηλ. διπλωμάτης [δiplomátis] & διπλωμάτισσα [δiplomátisa] Ο27 κυρ. στη σημ. 2 : 1. ανώτερος κρατικός λειτουργός του Yπουργείου Εξωτερικών, που ασχολείται με την εξωτερική πολιτική και που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του κράτους σε μια ξένη χώρα ή σε κάποιο διεθνή οργανισμό: ~ καριέρας, που προέρχεται από το διπλωματικό σώμα. 2. (μτφ.) άνθρωπος που έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία, ευελιξία, επιδεξιότητα και ευγένεια λεπτές ή δύσκολες καταστάσεις: Aυτός είναι μεγάλος / πολύ ~. || (μειωτ.) αυτός που συμπεριφέρεται υποκριτικά, για να αποφύγει δυσκολίες στις σχέσεις του με τους άλλους.
[λόγ. < γαλλ. diplomat(e) -ης < diplomatie = διπλωματία κατά το σχ.: aristocratie - aristocrate = αριστοκρατία - αριστοκράτης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. διπλωμάτ(ης) -ισσα]
- διπλωματία η [δiplomatía] Ο25 : 1α. το σύνολο των μεθόδων και των μέσων που χρησιμοποιεί ένα κράτος, για να εκπροσωπεί τα συμφέροντά του στο εξωτερικό και γενικά για να ρυθμίζει τις σχέσεις του με τα άλλα κράτη. β. το σύνολο των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την εκπροσώπηση ενός κράτους: H ελληνική / διεθνής ~. 2. (μτφ.) επιδεξιότητα στο χειρισμό λεπτών καταστάσεων: Xρειάζεται μεγάλη ~ για να αποφύγεις τις παρεξηγήσεις με τους συνεργάτες σου.
[λόγ. < γαλλ. diplomat(ie) -ία < diplomatique = διπλωματική]
- διπλωματική η [δiplomatikí] Ο29 : κλάδος της ιστορίας που ασχολείται με την αυθεντικότητα, τη χρονολόγηση και την αξία των επίσημων εγγράφων.
[λόγ. < γαλλ. diplomat(ique) -ική < νλατ. diplomaticus `που αναφέρεται σε επίσημα έγγραφα΄]
- διπλωματικός 1 -ή -ό [δiplomatikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τους διπλωμάτες ή με τη διπλωματία: Διπλωματικό σώμα, το σύνολο των διπλωματών και του ανώτερου προσωπικού που υπηρετούν σε μια ξένη χώρα. Ένα κράτος συνάπτει διπλωματικές σχέσεις / διακόπτει τις διπλωματικές του σχέσεις με ένα άλλο κράτος. Διπλωματική ασυλία. Διπλωματικό διαβατήριο, που χρησιμοποιούν οι διπλωματικοί υπάλληλοι. ~ σάκος*. Οι διεθνείς διαφορές λύνονται συνήθως διά της διπλωματικής οδού και όχι με επιθετικές ενέργειες. || (ως ουσ.) ο διπλωματικός, μέλος του διπλωματικού σώματος. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο χειρισμό υποθέσεων και καταστάσεων: Διπλωματική απάντηση. Διπλωματική ασθένεια, δήθεν ασθένεια που χρησιμοποιείται ως πρόφαση, όταν κάποιος θέλει να αποφύγει κτ. || (μειωτ.) για κτ. που το χαρακτηρίζει η έλλειψη ευθύτητας και ειλικρίνειας: Διπλωματικά τεχνάσματα.
διπλωματικά ΕΠIΡΡ με διπλωματικό τρόπο, με ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο χειρισμό μιας υπόθεσης: Aντιμετώπισε το όλο ζήτημα πολύ ~. [λόγ. < γαλλ. diplomatique < diplomat(e) = διπλωμάτ(ης) -ique = -ικός]
- διπλωματικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το δίπλωμα 2, που γίνεται για την απόκτηση διπλώματος: Διπλωματική εργασία. Διπλωματικές εξετάσεις. || (ως ουσ.) η διπλωματική, η διπλωματική εργασία: Πότε παραδίδεις τη διπλωματική σου;
[λόγ. διπλωματ- (δίπλωμα) 2 -ικός]
- διπλωματικός 3 -ή -ό : που έχει σχέση με τη διπλωματική.
[λόγ. < γαλλ. diplomat(ique) -ικός < diplomatique = διπλωματική]
- διπλωματικότητα η [δiplomatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διπλωμάτη2, η επιδεξιότητα στο χειρισμό ενός θέματος.
[λόγ. διπλωματικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]
- διπλωματούχος -ος / -α -ο [δiplomatúxos] Ε14 : που έχει αποκτήσει τις επαγγελματικές γνώσεις του σε κάποιο αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα από όπου πήρε το αντίστοιχο δίπλωμα: ~ μηχανικός. ~ μαία. || (ως ουσ.) ο διπλωματούχος.
[λόγ. διπλωματ- (δίπλωμα) 2 + -ούχος]