Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δίπατος, επίθ.
-
- Δίπατος, διώροφος:
- σπίτια δίπατα (Θρ. Κων/π. B 41).
- Το ουδ. ως ουσ. = ο δεύτερος όροφος κτίσματος (πάνω από τον κατώτερο):
- κατώγια, δίπατα και τρίπατα να την κάμεις (ενν. το κιβωτό) (Πεντ. Γέν. VI 16).
[<δι‑ + ουσ. πάτος. Η λ. το 13. αι. (LBG) και σήμ.]
- Δίπατος, διώροφος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίπατος -η -ο [δípatos] Ε5 : (οικ.) I. για οικοδομή που έχει δύο πατώματα· διώροφος. || (ως ουσ.) το δίπατο, δίπατο σπίτι: Tο δίπατο στη γωνία είναι δικό μου. II. που η βάση του αποτελείται από δύο επάλληλα στρώματα, που έχει δύο πάτους: Δίπατη βαλίτσα. Δίπατο βαρέλι.
[δι- 1 + πάτ(ος) -ος (πάτος `πάτωμα΄ < ελνστ. πάτος)]