Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίοδος 1 η [δíoδos] Ο36 : 1. κίνηση μέσα από ένα στενό ή οριοθετημένο χώρο: Aπαγορεύεται η ~, διέλευση. H ~ ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από αγωγούς. 2. δρόμος ή διάδρομος που οδηγεί από ένα σημείο σε άλλο· πέρασμα: Aνάμεσα στα δύο βουνά υπάρχει μια στενή ~. Tο οικόπεδο πρέπει να έχει δίοδο προς το δρόμο.
[λόγ. < αρχ. δίοδος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίοδος 2 η : (φυσ.) συσκευή με δύο ηλεκτρόδια (κάθοδο και άνοδο) που χρησιμοποιείται και ως ανορθωτής. || (ως επίθ.): ~ λυχνία.
[λόγ. < διεθ. diode < di- = δι- 1 + -ode < αρχ. ὁδός]