Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίμηνος -η -ο [δíminos] Ε5 : 1. που διαρκεί δύο μήνες: Δίμηνη παράταση / άδεια. || Δίμηνη διάρκεια, δύο μηνών. || (ως ουσ.) το δίμηνο, χρονικό διάστημα δύο μηνών: Εργάστηκα ένα δίμηνο. Bαθμολογία του α' διμήνου. 2. που γίνεται κάθε δύο μήνες· διμηνιαίος: Δίμηνη έκδοση. Δίμηνο περιοδικό, που εκδίδεται κάθε δύο μήνες.
[λόγ. < αρχ. δίμηνος]