Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δίλογος, επίθ.
-
- 1) Διπρόσωπος, ύπουλος:
- (Σαχλ., Αφήγ. 740).
- 2) Που αποτελείται από δύο είδη:
- το χτήνο σου μη σμίξεις δίλογο· το χωράφι σου μη σπείρεις δίλογο (Πεντ. Λευιτ. XIX 19).
[μτγν. επίθ. δίλογος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Διπρόσωπος, ύπουλος: