Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκοχο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίκοχο το [δíkoxo] Ο41 : στρατιωτικό πηλίκιο χωρίς γείσο, που καταλήγει εμπρός και πίσω σε δύο αιχμηρές προεξοχές.

[λόγ. δι- 1 + κόχ(η) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες