Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκαιος -η -α -ο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
δικαίος ο· δίκαιος.
  • Τοποτηρητής, αναπληρωτής (πολιτικού ή θρησκευτικού άρχοντα):
    • Ο λογοθέτης, που ήτονε του πρίγκιπος δικαίος (Χρον. Μορ. P 7604).

[<ουσ. δικαίῳ ο (LBG, λ. δίκαιον). Η λ. στο LBG (ό.π.) και σήμ. εκκλ. (Βεργωτής)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίκαιος -η / -α -ο [δíkeos] Ε5, Ε6 : ANT άδικος. 1. (για πρόσ.) που ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση όλοι να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και να μοιράζονται τις ίδιες υποχρεώσεις: Είναι ~ στην κρίση του. ~ δικαστής / κριτής / εξεταστής. Ο Θεός είναι ~. || (ως ουσ.) ο δίκαιος. (έκφρ.) επί δικαίους και αδίκους, σε όλους γενικά είτε δικαιούνται ή αξίζουν κτ. είτε όχι. κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, βαθιά και ήρεμα και ως ΦΡ για κπ. που εφησυχάζει, που μένει ανυποψίαστος για κτ. που γίνεται εις βάρος του. 2. για κτ. που είναι σύμφωνο με το δίκαιο, που είναι ενέργεια δίκαιου ανθρώπου: Δίκαιη κρίση / απόφαση / τιμωρία. Πρέπει να γίνει δικαιότερη κατανομή του πλούτου, ώστε να μην απολαμβάνουν οι λίγοι εις βάρος των πολλών. || Tο δίκαιο είναι να…, το σωστό, το πρέπον. || για κτ. που το αξίζει κάποιος, που γίνεται ή που δίνεται κατ΄ αξίαν: ~ έπαινος. Είναι δίκαιη η αναγνώριση της προσφοράς του. || (ως ουσ.) το δίκαιο*. δίκαια ΕΠIΡΡ: Tο δικαστήριο έκρινε ~. Mοίρασε ~ την περιουσία στα παιδιά του και δεν αδίκησε κανένα. Ο δάσκαλος βαθμολόγησε ~. δικαίως ΕΠIΡΡ α. (λόγ.) με δίκαιο τρόπο, δίκαια. β. δικαιωματικά ή δικαιολογημένα: ~ πήρε το πρώτο βραβείο. Διαμαρτύρεται και πολύ ~. (έκφρ.) ~ ή αδίκως, για να δηλώσουμε ότι δεν εξετάζουμε αν κτ. έπρεπε να γίνει ή όχι: ~ ή αδίκως βγήκε αυτή η απόφαση, δική μας υποχρέωση είναι να τη σεβαστούμε.

[λόγ. < αρχ. δίκαιος, δικαίως]

[Λεξικό Κριαρά]
δίκαιος (I), επίθ.· δικαίος· δίκιος.
  • 1) Που κρίνει δίκαια:
    • δίκαιος κριτής (Πένθ. θαν. 497).
  • 2)
    • α) Νόμιμος:
      • ο δικαίος κλερονόμος (Βουστρ. 14815
    • β) αμερόληπτος:
      • να δώσουσιν και να πουν δίκαιαν βουλήν (Ασσίζ. 3019
    • γ) σωστός, κανονικός:
      • ζύγια δίκια, πέτρες δίκιες (Πεντ. Λευιτ. XIX 36
    • δ) δικαιολογημένος:
      • έχω δίκιαν αφορμή (Στάθ. Γ´ 376).
  • 3) Απρόσ. έκφρ. δίκαιο(ν) είναι = είναι δίκαιο, σωστό, κλπ.:
    • Εις την ανάγκην δίκαιον είναι να βοηθούμεν (Αιτωλ., Μύθ. 3011· Μαχ. 26036).

[αρχ. επίθ. δίκαιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δίκαιος (II) το,
βλ. δίκαιο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιοστάσιο το [δikeostásio] Ο40 : (νομ.) προσωρινή αναστολή της εκδίκασης υποθέσεων, κυρίως αστικού και εμπορικού δικαίου, που θεσπίζεται με νόμο, σε έκτακτες περιστάσεις.

[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + -στάσιον κατά το ηλιοστάσιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιοσύνη η [δikeosíni] Ο30 : 1α. η τήρηση των αρχών του δικαίου από τα μέλη μιας κοινωνίας, που εκφράζεται με την ίση και ορθή εφαρμογή των γραπτών νόμων και με το σεβασμό των άγραφων νόμων: Οι λαοί αγωνίζονται για ~ και για ελευθερία. Έζησε / πολιτεύτηκε με ~. Ο δικαστής πρέπει να δικάζει με ~, δίκαια. Έχει αναπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης, είναι πολύ δίκαιος. (έκφρ.) τι ~ είναι αυτή;, όταν συμβαίνει κάποια αδικία. || το δίκαιο: Πρέπει να αποδοθεί ~ στα θύματα των διωγμών. Tα δικαστήρια απονέμουν ~. β. Δικαιοσύνη, προσωποποίηση της έννοιας της δικαιοσύνης, που παριστάνεται ως γυναίκα που έχει δεμένα τα μάτια και κρατά ζυγαριά και ξίφος. 2α. θεσμός της πολιτείας που έχει σκοπό την επιβολή των νόμων, όταν αυτοί παραβιάζονται και την τιμωρία αυτών που παρανομούν, καθώς και η εξουσία που προέρχεται από αυτόν: H ~ πρέπει να είναι ανεξάρτητη. Yπουργείο / υπουργός Δικαιοσύνης. Παραδίδω κπ. στη ~ / στα χέρια της δικαιοσύνης. || (έκφρ.) η ~ είναι τυφλή, αμερόληπτη. η ανθρώπινη και η θεία ~, για να δηλώσουμε ότι τα δικαστήρια μπορεί καμιά φορά να σφάλουν, η κρίση όμως του Θεού είναι πάντοτε δίκαιη. β. το σύνολο των δικαστικών αρχών: Πολιτική / ποινική / διοικητική / στρατιωτική ~, δικαστήριο1. Προσφεύγω στη ~. Λογοδοτώ ενώπιον της δικαιοσύνης. H ~ θα κρίνει / θα αποφανθεί. H ελληνική / αγγλική / γερμανική ~.

[λόγ.: 1α: αρχ. δικαιοσύνη· 1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. justice]

[Λεξικό Κριαρά]
δικαιοσύνη η· δικιοσύνη.
  • 1) Δικαιοσύνη:
    • (Πεντ. Δευτ. IX 5).
  • 2) Απονομή του δικαίου, το δίκαιον:
    • Περί … του ποιείν δικαιοσύνην ο κριτής (Βακτ. αρχιερ. 157).
  • 3) Η δικαστική αρχή, οι δικαστές:
    • η δικαιοσύνη τους έστρεψε με λόγια φοβεριστικά (Σουμμ., Ρεμπελ. 184).

[αρχ. ουσ. δικαιοσύνη. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες