Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκαιο
31 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίκαιο το [δíkeo] Ο40 : 1α. η ηθική αρχή σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζεται και εξασφαλίζεται ίση μεταχείριση σε όλα τα μέλη μιας κοινωνίας και αποδίδεται στον καθένα το οφειλόμενο. ANT άδικο: Tο ~ πρέπει να ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Aγωνίζεται για την επικράτηση του δικαίου. Οι δικαστές απονέμουν το ~. Kράτος δικαίου, όπου επικρατεί το δίκαιο. Είναι ~ να εγκαταλείπουμε τους γέροντες; H επιστήμη του δικαίου, η νομική επιστήμη. (έκφρ.) παίρνω το ~ με το χέρι μου, αυτοδικώ. β. δικαίωμα που πηγάζει από την έννοια του δικαίου: Tα απαράγραπτα δίκαια του ελληνισμού. Θα διεκδικήσω τα δίκαιά μου. (έκφρ.) το ~ του ισχυροτέρου*. 2. σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν με την ισχύ νόμου τις σχέσεις των μελών μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. α. Φυσικό ~, οι άγραφοι νόμοι που πηγάζουν από την ίδια τη φύση του ανθρώπου και από τους οποίους απορρέει το γραπτό δίκαιο. β. Γραπτό ~, οι νόμοι ενός κράτους. Δημόσιο ~, που ρυθμίζει τις σχέσεις της πολιτείας με τα άτομα. Διεθνές ~, που ρυθμίζει τις σχέσεις του κράτους με τα άλλα κράτη. Iδιωτικό ~, που ρυθμίζει τις σχέσεις των μεμονωμένων ατόμων. Aστικό / ποινικό / συνταγματικό / εκκλησιαστικό / κανονικό ~. Εμπράγματο / ενοχικό / οικογενειακό / κληρονομικό ~. Nαυτικό ~. Ρωμαϊκό* ~. || Εθιμικό ~, που στηρίζεται σε έθιμα και συνήθειες που έχουν επικρατήσει. || η αντίστοιχη ειδικότητα της νομικής επιστήμης: Kαθηγητής του Εμπορικού Δικαίου. Διδάσκει Ρωμαϊκό Δίκαιο.

[λόγ. < αρχ. δίκαιον `το σύμφωνο με τους νόμους, δικαιοσύνη΄ σημδ. γαλλ. droit & γερμ. Recht, Rechts- (1α: μσν. σημδ. του γαλλ. droit)]

[Λεξικό Κριαρά]
δίκαιο(ν) το· δικαίον· δίκαιος· δίκιο· δίκιον.
  • 1)
    • α) Ό,τι είναι σύμφωνο με το νόμο, ηθικό, ορθό:
      • (Κορων., Μπούας 14
    • β) συνήθεια:
      • κατεφίλει την γλυκεά, ως το δίκαιον είχεν (Διγ. Z 1958
    • γ) έκφρ. με δίκαιον ή με δίκαιος = δικαιολογημένα:
      • (Χρον. Τόκκων 2154
    • δ) έκφρ. εις δίκαιον = δίκαια:
      • (Χρον. Μορ. H 3268).
  • 2) Το αίσθημα περί δικαίου, η δικαιοσύνη:
    • (Πεντ. Δευτ. ΧVI 20).
  • 3) Σύνολο κανόνων δικαίου, νόμοι:
    • (Ασσίζ. 7924).
  • 4)
    • α) Νόμιμη απαίτηση, δικαίωμα:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 1670
    • β) ικανοποίηση που απαιτεί το δίκαιο:
      • εζήτησε να έχει δίκαιον ο αφέντης του Αρσεφίου από τον αμιράλλην (Μαχ. 27016).
  • 5) Δικαστική κρίση, απόφαση:
    • εντέχεται ο βισκούντης να δώσει το δίκαιον, ήγουν την απόφασιν (Ασσίζ. 2628).
  • Το ουδ. πιθ. ως επίρρ. = δίκαια, με δικαιοσύνη:
    • να κρίνετε δίκιο (Πεντ. Δευτ. I 16).

[αρχ. ουσ. δίκαιον. Η λ. (ο) και ο τ. δίκιο και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιόγραφο το [δikeóγrafo] Ο40 : (νομ.) έγγραφο με το οποίο αποδεικνύεται κάποιο νόμιμο δικαίωμα.

[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + -γραφον, ουδ. του -γραφος κατά το χρεόγραφον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιοδοσία η [δikeoδosía] Ο25 : η εξουσία που δίνεται σε κπ., με νόμο, διαταγή κτλ., για να κρίνει ή να ενεργήσει μέσα σε καθορισμένα πλαίσια: Aδικήματα που υπάγονται / εμπίπτουν στη ~ των ποινικών δικαστηρίων. Aυτή η περίπτωση υπάγεται στη ~ της νομαρχίας / του υπουργού. || το σύνολο των καθηκόντων και των δικαιωμάτων που έχει αυτός στον οποίο έχει δοθεί η παραπάνω εξουσία: Ποιες είναι οι δικαιοδοσίες του;, οι αρμοδιότητες.

[λόγ. < ελνστ. δικαιοδοσία]

[Λεξικό Κριαρά]
δικαιοδοσία η.
  • Δικαίωμα:
    • μηδείς άλλος εχέτω δικαιοδοσίαν κρισιμάτων μέσον των Γραικών (Διάτ. Κυπρ. 5093‑4).

[μτγν. ουσ. δικαιοδοσία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιοδοτικός -ή -ό [δikeoδotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη δικαιοδοσία: Δικαιοδοτικό όργανο. Δικαιοδοτικά καθήκοντα.

[λόγ. δικαιοδο(σία) -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιοδόχος ο [δikeoδóxos] Ο18 θηλ. δικαιοδόχος [δikeoδóxos] Ο35 : (νομ.) αυτός που έχει αποδεχτεί ή έχει κληρονομήσει τα δικαιώματα κάποιου άλλου (του δικαιοπαρόχου).

[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + -δόχος 1 κατά το ξενοδόχος μτφρδ. γαλλ. ayant cause· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
δικαιοκρισία η.
  • Δίκαιη, σωστή κρίση:
    • δευτέρα παρουσία που θε να κάνει ο Κύριος την δικαιοκρισίαν (Διήγ. ωραιότ. 524).

[μτγν. ουσ. δικαιοκρισία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιοκρίτης ο [δikeokrítis] Ο10 : αυτός που κρίνει δίκαια, κυρίως ως χαρακτηρισμός του Θεού.

[λόγ. < ελνστ. δικαιοκρίτης]

[Λεξικό Κριαρά]
δικαιοκρίτης ο.
  • Δίκαιος κριτής:
    • ο Θεός … μέγας δικαιοκρίτης (Χρον. Τόκκων 731).

[μτγν. ουσ. δικαιοκρίτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες