Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίδω [δíδo] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί : (λόγ.) δίνω. || (παθ., μαθημ.): Δίδεται σημείο εκτός ευθείας. Δίδονται οι δύο πλευρές και ζητείται η τρίτη.
[λόγ. < ελνστ. δίδω (αρχ. δίδωμι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δίδω· διδώ· δίνω· δούδω· ?εδίδω· γ´ πληθ. παρατ. εδούσαν· αόρ. (ε)δόθην — (ε)δόθηκα· (έ)δωκα — (ή)δωκα· έδωσα — ήδωσα· μτχ. παρκ. δομένος· δοσμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) (Με αντικ. που δηλώνει πρόσωπο ή πράγμα) δίνω στο χέρι, δίνω:
- (Ιμπ. 536), (Ερωφ. Β´ 493), (Μαχ. 9437)·
- (με σύστ. αντικ.):
- δοσμό να δώσεις (Πεντ. Δευτ. ΧV 10)·
- φρ. δίδω χέρι = απλώνω το χέρι μου:
- (Πεντ. Γέν. ΧΧΧVΙΙΙ 28).
- 2)
- α) Παρέχω, χαρίζω:
- ο Θεός να του δώσει ζωήν (Μαχ. 4902· Διγ. O 32)·
- φρ. δίδω χάρισμαν = χαρίζω:
- (Αχιλλ. N 1194)·
- β) παρέχω (ως προίκα):
- (Βακτ. αρχιερ. 174)·
- γ) προσφέρω στο Θεό:
- Να σφάξει βόδια εκατόν και τον θεόν να δώσει (Αιτωλ., Μύθ. 182)·
- δ) αφιερώνω (στίχους ή συγγραφή):
- (Εμμ. Τζάνε, Αφ. 14210).
- α) Παρέχω, χαρίζω:
- 3) Κληροδοτώ:
- (Ασσίζ. 26223).
- 4)
- α) Πληρώνω:
- δω μας τα άσπρα όπου μας χρεωστάς (Σουμμ., Ρεμπελ. 175)·
- φρ. δίδω το κοινόν χρέος = πεθαίνω:
- (Ιστ. πατρ. 9514)·
- β) τιμωρώ:
- (Πεντ. Έξ. XXI 22).
- α) Πληρώνω:
- 5)
- α) Παραχωρώ (πρόσωπο για μια υπηρεσία):
- Τρεις βάιες την εδώκασιν να είναι μετ’ εκείνην (Διγ. Z 83)·
- β) παραχωρώ (από εύνοια):
- Ευχαριστώ τους Έρωτας, καλόν άνδρα μ’ εδώκαν (Διγ. Esc. 1147.)·
- γ) παραχωρώ (περιοχή):
- αυθέντην τον εκάμασι, την Άρταν του εδώκαν (Κορων., Μπούας 5)·
- δ) παραχωρώ (άντρες, στρατεύματα, πλοία, κλπ., για ένα έργο):
- Τριακοσίους Σαρακηνούς … έδωκεν να φυλάττωσιν τριγύροθεν τες πόρτες (Διγ. Z 88).
- α) Παραχωρώ (πρόσωπο για μια υπηρεσία):
- 6)
- α) Παραδίδω (πρόσωπο ή την ψυχή μου στη διάκριση προσώπου ή φαινομένου):
- Για να με δώσεις τση φωτιάς, ήθρεφες το κορμί μου; (Θυσ. 807)·
- φρ. δίδω την ψυχήν = πεθαίνω:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 534)·
- β) παραδίδω (κατά τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων):
- έδωκαν την περίφημη Κρήτη κι αγάπη εγίνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56026).
- α) Παραδίδω (πρόσωπο ή την ψυχή μου στη διάκριση προσώπου ή φαινομένου):
- 7)
- α) (Με αντικ. συν. αφηρημένο ουσ.) παρέχω:
- (Πανώρ. Α´ 321)·
- απιλογιά της ήδωκε (Ερωτόκρ. Α´ 942)·
- β) (μαθηματ.) δίνω ως εξαγόμενο:
- εάν τα αβ´ δίδουν γη´, τα βε´ τι θέλουν δώσει; (Rechenb. 74)·
- γ) φρ.
- (1) δίνω αναπνιά, βλ. αναπνιά 1 φρ.·
- (2) δίδω απάνου μου = βάζω απάνω μου κάπ., υποτάσσομαι σε κάπ.:
- (Πεντ. Δευτ. ΧVΙΙ 15)·
- (3) δίδω απόλυση = (προκ. για ιερέα) τελειώνω τη θεία λειτουργία:
- (Διήγ. ωραιότ. 392)·
- (4) δίδω (απο)χαιρετισμόν = (απο)χαιρετώ:
- (Διγ. O 957), (Φαλιέρ., Ιστ. 221)·
- (5) δίδω τ’ αφτιά (μου) σε κ. = προσέχω κ., προσέχω τα λόγια κάπ.:
- (Αχέλ. 60)·
- (6) δίδω βουλήν =
- (α) συμβουλεύω:
- (Ερωτοπ. 67)·
- (β) συσκέπτομαι, συζητώ:
- (Βεν. 81)·
- (γ) αποφασίζω:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 243)·
- (α) συμβουλεύω:
- (7) δίδω γνώσιν (σε κάπ. για κ.) = συνιστώ:
- (Διγ. Άνδρ. 35417)·
- (8) δίδω δαχτυλίδι = αρραβωνιάζομαι:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 1316)·
- (9) δίδω διαλαλημόν = διακηρύσσω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39212)·
- (10) δίδω έξω = εκδίδω, δημοσιεύω:
- (Αχέλ. 39)·
- (11) δίδω έπαινο (σε κάπ.) = επαινώ:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 292)·
- (12) δίδω έργον = συμβάλλω, ενισχύω για κ.:
- (Αχέλ. 845)·
- (13) δίδω ερμηνείαν = καθοδηγώ:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 606)·
- (14) δίδω ζωή στο θάνατο = θυσιάζω τη ζωή μου:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28228)·
- (15) δίδω ζωήν = σώζω:
- (Π. Ν. Διαθ. φ. 355β, 26)·
- (16) δίδω ζωήν (σε κάπ.) = προβλέπω παράταση ζωής:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 460)·
- (17) δίδω θέλημα = συγκατανεύω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30421)·
- (18) δίδω καρδίαν = εγκαρδιώνω, ενθαρρύνω:
- (Μαχ. 6454)·
- (19) δίδω σε λάμψη = δίνω στο φως, δημοσιεύω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13529)·
- (20) δίδω λόγον =
- (α) απολογούμαι:
- (Αλφ. (Μπουμπ.) II 31)·
- (β) ανακοινώνω:
- (Διγ. Α 1000)·
- (γ) υπόσχομαι:
- (Στάθ. Ιντ. β´ 131)·
- (α) απολογούμαι:
- (21) δίδω λόγον, μιλιά, φωνήν = μιλώ:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 152), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2774), (Απολλών. 638)·
- (22) δίδω λόγον καλόν ή δυο λόγια μερωμένα = μιλώ με ευγένεια:
- (Σπαν. O 132), (Πανώρ. Γ´ 208)·
- (23) δίδω λόγον φοβερόν = δίδω αυστηρή διαταγή:
- (Διγ. Z 1977)·
- (24) δίδω όρκον = ορκίζομαι:
- (Χρον. Μορ. P 1708)·
- (25) δίδω μακάριον = μακαρίζω:
- (Γεωργηλ., Θαν. 601)·
- (26) δίδω μαρτύριον (σε κάπ.) = βασανίζω κάπ.:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 319ν)·
- (27) δίδω το μικρόν ή το μέγα μήνυμα, βλ. μήνυμα 5·
- (28) δίδω νίκην = νικώ:
- (Κορων., Μπούας 121)·
- (29) δίδω τη νιότη μου = θυσιάζω, σπαταλώ τη νιότη μου· (από άποψη ευρωστίας) καταρρέω:
- (Ερωτόκρ. Α´ 121)·
- (30) δίδω νώτα σε κάπ. = τρέπομαι σε φυγή μπροστά σε κάπ.:
- (Βίος Αλ. 4149)·
- (31) δίδω πάθη = τιμωρώ:
- (Ερωτόκρ. Β´ 820)·
- (32) δίδω πίστιν = εμπιστεύομαι:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 604)·
- (33) δίδω το πλάγιασμα = συνευρίσκομαι:
- (Πεντ. Λευιτ. XX 15)·
- (34) δίδω πλέρωμα σε κ. = ανταμείβω για κ.:
- (Πανώρ. Ε´ 402)·
- (35) δίδω πλερωμή = τιμωρώ:
- (Ζήν. Α´ 46)·
- (36) δίδω πνοή = ζωογονώ:
- (Ερωτόκρ. Β´ 48 κριτ. υπ. )·
- (37) δίδω το πρόσωπό μου =
- (α) στρέφω το προσωπό μου, κατευθύνω το βλέμμα μου:
- (Πεντ. Λευιτ. ΧVΙΙ 10)·
- (β) παρουσιάζομαι και δηλώνω τ’ όνομά μου:
- (Τρωικά 5243)·
- (α) στρέφω το προσωπό μου, κατευθύνω το βλέμμα μου:
- (38) δίδω πρόσωπο = αντιμετωπίζω (προκ. για εχθρό):
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 158)·
- (39) δίδω στράτα σε κάπ. ή σε κ. = οδηγώ κάπ. ή κ., κατευθύνω:
- (Χρον. Μορ. H 5226), (Πανώρ. Γ´ 468)·
- (40) δίδω συμβούλιο = συγκροτώ, κάνω συμβούλιο:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46916)·
- (41) δίδω τόπον =
- (α) παραχωρώ θέση:
- (Ριμ. Απολλων. [481])·
- (β) παραμερίζω:
- (Ζήν. Α´ 249-50)·
- (γ) υποχωρώ:
- (Μαχ. 25416)·
- (δ) εξαφανίζομαι:
- (Στάθ. Β´ 207)·
- (α) παραχωρώ θέση:
- (42) δίδω τόπον της οργής = συγκρατώ την οργή μου:
- (Ζήν. Β´ 199)·
- (43) δίδω υποταγήν = υποτάσσομαι:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 166)·
- (44) δίδω χάρη = ευνοώ:
- (Ροδολ. Α´ 491)·
- (45) δίδω χέρι = βοηθώ:
- (Μαρκάδ. 119)·
- (46) δίδω το χέρι =
- (α) συμφιλιώνομαι:
- (Στάθ. Β´ 232)·
- (β) επικυρώνω με χειραψία τη συμφωνία:
- (Αχιλλ. L 186)·
- (α) συμφιλιώνομαι:
- (47) δίδω ψέγος σε κάπ. = κατηγορώ κάπ.:
- (Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙV 19).
- α) (Με αντικ. συν. αφηρημένο ουσ.) παρέχω:
- 8)
- α) Απονέμω (αξίωμα, τιμή, προτίμηση, κλπ.):
- (Κορων., Μπούας 141), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 227), (Διγ. Gr 1671), (Μαχ. 8824)·
- β) φρ.
- (1) δίδω άδικον = δεν αναγνωρίζω ότι έχει κάπ. δίκιο:
- (Κυπρ. ερωτ. 917), (Σουμμ., Ρεμπελ. 168)·
- (2) δίδω δίκαιον = απονέμω δικαιοσύνη:
- (Ασσίζ. 2628)·
- (3) δίδω καταδίκη = κατηγορώ:
- (Πανώρ. Γ´ 184).
- (1) δίδω άδικον = δεν αναγνωρίζω ότι έχει κάπ. δίκιο:
- α) Απονέμω (αξίωμα, τιμή, προτίμηση, κλπ.):
- 9) Δίνω (ως σύζυγο):
- δίδουσίν με την ρήγαιναν γυναίκα (Ιμπ. 788).
- 10) Αποδίδω ευθύνη σε κάπ. ή σε κ.:
- στη νιότη δώσ’ το φταίσιμο (Ερωφ. Δ´ 344· Σουμμ., Ρεμπελ. 165).
- 11)
- α) (Με υποκ. λ. όπως ώρα, φύση, κλπ.) επιτρέπω, παρέχω το δικαίωμα, τη δυνατότητα, την ευκαιρία:
- (Ch. pop. 844), (Ερωτόκρ. Ε´ 1513), (Ασσίζ. 44815), (Μαχ. 142), (Πανώρ. Α´ 207)·
- β) συγκατανεύω:
- (Ελλην. νόμ. 5568)·
- γ) (με υποκ. τη λ. Θεός) ευδοκώ:
- μόνε να δώσει ο Θεός να ζήσεις (Ιστ. Βλαχ. 1231)·
- δ) φρ.
- (1) δίδω το σάλβο κουντούτον = επιτρέπω την αναχώρηση:
- (Μαχ. 52216)·
- (2) δίδω ύπνον των ομματιών μου = αφήνω να με πάρει ο ύπνος:
- (Χίκα, Μονωδ. 69).
- (1) δίδω το σάλβο κουντούτον = επιτρέπω την αναχώρηση:
- α) (Με υποκ. λ. όπως ώρα, φύση, κλπ.) επιτρέπω, παρέχω το δικαίωμα, τη δυνατότητα, την ευκαιρία:
- 12)
- α) Γνωστοποιώ:
- (Λίβ. Esc. 2926)·
- β) αρθρώνω, προφέρω:
- τ’ όνομα μόνο το γλυκύ δίχως λαλιάν εδώσα (ενν. τα χείλη) (Ερωφ. Ε´ 164)·
- φρ.
- (1) δίδω απόφαση =
- (α) διατυπώνω γνώμη, κρίση:
- (Πανώρ. Δ´ 309 κριτ. υπ.)·
- (β) αποφασίζω:
- (Ελλην. νόμ. 5636), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1744)·
- (γ) απολογούμαι:
- (Νεκρ. βασιλ. 93)·
- (α) διατυπώνω γνώμη, κρίση:
- (2) δίδω κρίση, κρίσιμον =
- (α) εκφράζω γνώμη:
- (Ασσίζ. 1051), (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 812)·
- (β) αποφασίζω:
- (Χρον. Μορ. H 2419)·
- (γ) βασανίζω:
- (Ερωτόκρ. Α´ 492)·
- (α) εκφράζω γνώμη:
- (3) δίδω μαρτυρίαν = επιβεβαιώνω, ομολογώ:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 734), (Ερωτόκρ. Γ´ 1453)·
- (4) δίδω νόβα = ειδοποιώ:
- (Φορτουν. Δ´ 121)·
- (5) δίδω όρδινο, ορδινιά, ορισμόν = εκδίδω διαταγή, διατάσσω:
- (Βουστρ. 5219), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52115), (Μαχ. 17217).
- (1) δίδω απόφαση =
- α) Γνωστοποιώ:
- 13)
- α) Δείχνω:
- τιμής σημάδι κι ευγενιάς πάντα του θέλω δώσει (Ερωτόκρ. Γ´ 258)·
- β) προβάλλω:
- να μην … δώσει ξόμπλι μετά σε πολλ’ άσκημο (Ερωτόκρ. Γ´ 806)·
- γ) παρουσιάζω κ. σαν κ. άλλο:
- να δώσω τους ουρανούς σαν το σίδερο (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVΙ 19).
- α) Δείχνω:
- 14) (Προκ. για αισθήματα, πόνο, κλπ.) εκδηλώνω, εκφράζω, φανερώνω:
- του παντοδύναμου Θεού έδωκ’ ευχαριστίαν (Ιστ. Βλαχ. 208· Ψευδο-Γεωργηλ., Αλ. Κων/π. 17), (Διγ. Gr. 859), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31616)·
- φρ.
- (1) δίδω έξω = φανερώνω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1179])·
- (2) δίδω δόξαν, δοξολογιάν, μεγαλότητα στον Θεό = δοξάζω, ευχαριστώ, υμνολογώ το Θεό:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1768), (Χρον. Μορ. P 99), (Πεντ. Δευτ. XXXII 3)·
- (3) δίδω προσκύνημα = προσκυνώ, είμαι υποτελής:
- (Χρον. Μορ. H 3028).
- (1) δίδω έξω = φανερώνω:
- 15)
- α) Προκαλώ:
- ο θάνατος ο ζωντανός μεγάλο πόνο δίδει (Ερωτόκρ. Δ´ 353)·
- φρ.
- (1) (απρόσ.) δίδεται όφελος = προκαλείται, παρουσιάζεται ωφέλεια:
- (Ερωτόκρ. Α´ 478)·
- (2) δίδω αρχή = κάνω αρχή, αρχίζω:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 180)·
- (3) δίδω (τη) γνώρα = δίνω γνωριμία, γνωρίζομαι (με κάπ.):
- (Πανώρ. Γ´ 186)·
- (1) (απρόσ.) δίδεται όφελος = προκαλείται, παρουσιάζεται ωφέλεια:
- β) δίδω κ. σε κάπ. = μεταβάλλω, μετατρέπω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42125), (Πεντ. Δευτ. ΧΙV 25)·
- γ) φρ.
- (1) δίδω (τον) γύρον = περικυκλώνω:
- (Χρον. Μορ. H 7005)·
- (2) δίδω θάνατον = πεθαίνω:
- (Μαχ. 6386)·
- (3) δίδω θάνατον (του κορμιού μου), δίδω θάνατον (μοναχός μου), δίδω τον εδικόν μου θάνατον = αυτοκτονώ:
- (Τζάνε, Κατάν. 441), (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 444)·
- (4) δίδω το τέλος της ζωής = αυτοκτονώ:
- (Πανώρ. Γ´ 645)·
- (5) δίδω το σώμα μου εις θάνατον = ακινητώ το σώμα μου, «κάνω τον ψόφιο»:
- (Φυσιολ. (Legr.) 1061)·
- (6) δίδω θρουν, φωνήν = διαδίδω (είδηση):
- (Δούκ. 2134), (Χρον. Τόκκων 3901)·
- (7) δίδω ’λασία (= ελασία) = αρχίζω πορεία, παίρνω δρόμο:
- (Διακρούσ. 763)·
- (8) δίδω πόλεμον = πολεμώ:
- (Χρον. σουλτ. 12019)·
- (9) κάπ. δίδει βράδι = κάποιος φέρνει τη νύχτα:
- (Πεντ. Δευτ. ΧΧVΙΙΙ 67).
- (1) δίδω (τον) γύρον = περικυκλώνω:
- α) Προκαλώ:
- 16) Καθιστώ:
- (Κορων., Μπούας 49)·
- να σε δώσει ο Κύριος ο Θεός σου υψηλόν ιπί όλα τα έθνη (Πεντ. Δευτ. ΧΧVΙΙΙ 1).
- 17)
- α) Καθορίζω (πρόσωπο ή πράγμα ή και χρόνο για εκτέλεση έργου):
- έδωκεν εγγυτήν να έλθει εις την ημέραν να τελειώσει (Ασσίζ. 926)·
- β) επιβάλλω:
- Ήλθασιν εις τα στέφανα, καθώς το δίδ’ η τάξις (Βέλθ. 1032).
- α) Καθορίζω (πρόσωπο ή πράγμα ή και χρόνο για εκτέλεση έργου):
- 18)
- α) (Με αντικ. πρόσωπο ή πράγμα) χτυπώ, πληγώνω:
- εύχου να μη σε δώσουσιν σαγίτες των ερώτων (Αχιλλ. L 203)·
- έδωκε τον μαύρον του με το πτερνιστήριον (Διγ. Άνδρ. 35815)·
- β) κάνω να ηχήσει κρουστό ή πνευστό όργανο, κρούω, παίζω:
- εδώκασιν τας σάλπιγγας (Διγ. Z 525)·
- φρ. δίδω ήχον = με τη βοήθεια οργάνου ηχώ:
- (Αργυρ., Βάρν. Κ 440)·
- γ) (με αντικ. λ. όπως κονταρέα, σπαθέα, λουμπαρδιά, κλπ.) δίνω, ρίχνω:
- (Διγ. Άνδρ. 35911), (Αχιλλ. L 1141), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34017)·
- δ) ρίχνω:
- να δώσω τα κορμιά σας ιπί τα κορμιά των ειδώλων σας (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVΙ 30)·
- φρ. δίδω μιά ή καμπόσες = χτυπώ ή χτυπώ επανειλημμένα:
- (Φορτουν. Δ´ 180), (Γαδ. διήγ. 458).
- α) (Με αντικ. πρόσωπο ή πράγμα) χτυπώ, πληγώνω:
- 1) (Με αντικ. που δηλώνει πρόσωπο ή πράγμα) δίνω στο χέρι, δίνω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) (Με υποκ. λ. όπως βουλή, καρδιά, νους, φρονιμάδα, κλπ.) συμβουλεύω, παρακινώ:
- (Ιμπ. 485)·
- Κατά εχθρών ορμήθηκεν, ως το ’διδε η καρδιά του (Κορων., Μπούας 84· Ερωτόκρ. Γ´ 1315).
- 2) Ανταμείβω:
- (Κορων., Μπούας 61).
- 3) (Με εμπρόθ. προσδ.) χτυπώ, κάνω κ. να ηχήσει:
- εις την πόρταν έδωκεν εκείνης της εισόδου (Λόγ. παρηγ. L 557).
- 4)
- α) (Με υποκ. λ. όπως βούκινο, τρομπέτα, «οι ώρες», κλπ.) ηχώ:
- Εδώκασιν τα όργανα ένδον του καστελίου (Αχιλλ. O 306· Ιμπ. 118), (Μαχ. 36214)·
- φρ. δίδουν τα τρία = χτυπά τρεις φορές το «τραπεζικόν ξύλον» (= σήμαντρο) για να καλέσει σε γεύμα τους μοναχούς:
- (Προδρ. ΙV 166)·
- β) (με υποκ. λ. όπως κονταρά, κλπ.) χτυπώ:
- η κονταρά του Κρητικού ήδωκε στη μασέλα (Ερωτόκρ. Β´ 2013).
- α) (Με υποκ. λ. όπως βούκινο, τρομπέτα, «οι ώρες», κλπ.) ηχώ:
- 5)
- α) Επιτίθεμαι, χτυπώ:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 129)·
- έκφρ. το δος και λάβε = αμοιβαία χτυπήματα, μάχη:
- (Διγ. Esc. 34)·
- φρ. δίδω και παίρνω = ανταλλάσσω χτυπήματα, πολεμώ:
- (Προδρ. IV 193), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2863)·
- β) γκρεμίζω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47518)·
- γ) (μεταφ.) «χτυπώ», προσβάλλω:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 240), (Β´ 1496).
- α) Επιτίθεμαι, χτυπώ:
- 6) (Με υποκ. λ. όπως ήλιος, άνεμος, κλπ.) χτυπώ· πέφτω:
- Ο ήλιος δίδει στ’ άρματα και φέγγουσι (Ερωτόκρ. Β´ 1397· Β́ 2382).
- 7)
- α) Κατευθύνομαι:
- δώσ’ μου εσύ βουλή, πε μου πού θες να δώσω (Πανώρ. Ε´ 113)·
- β) ορμώ:
- Προς τους εχθρούς εδώκασιν με ανδρειάν μεγάλην (Αχέλ. 2080)·
- φρ. δίδω έξω = εγκαταλείπω την πόλη:
- (Μαχ. 42432)·
- γ) αφήνομαι, εμπιστεύομαι τον εαυτό μου:
- (Αρμούρ. 28)·
- φρ. δίδω σε θάνατο = πεθαίνω:
- (Ζήν. Β´ 1632)·
- δ) (ενίοτε με το επίρρ. κάτω) πέφτω:
- (Ερωτόκρ. Β´ 1632)·
- φρ. δίδω εις τα βύθη = κατακρημνίζομαι, καταστρέφομαι:
- (Βεντράμ., Γυν. 162)·
- ε) (προκ. για θύελλα, κλπ.) ενσκήπτω:
- (Ερωτόκρ. Β´ 1385)·
- στ) (προκ. για υγρό) στάζω:
- (Αγαπ., Γεωπον. 239).
- α) Κατευθύνομαι:
- 8) Είμαι στραμμένος σε κάπ. κατεύθυνση, έχω θέα προς κ.:
- παράθυρον όπου δίδει εις την εκκλησίαν (Καλούδ., Προσκυν. πς´· Βαρούχ. 85333).
- 9) Τρυπώ:
- να πάρεις το τρυπητήρι και να δώσεις εις το αφτί του (Πεντ. Δευτ. ΧV 17).
- 1) (Με υποκ. λ. όπως βουλή, καρδιά, νους, φρονιμάδα, κλπ.) συμβουλεύω, παρακινώ:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Παραδίνομαι:
- στα χέρια τως θε να δοθώ ογιά να με μοιράσουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30120).
- 2) Παραδίδω τον εαυτό μου σε κ., αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι:
- Στ’ άρματα μόνο εδόθηκα (Φορτουν. Δ´ 313)·
- Εδόθηκε με την καρδιάν και μ’ όλην την ψυχήν της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [486]).
- 3) Ορμώ:
- θα πάγει το φουσσάτο μου σε μάχη να δοθούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57711).
- 4) Φανερώνομαι, εκδηλώνομαι:
- προς εσέν και προς εμέν καλόγνωμος εδόθη (Φαλιέρ., Ιστ. 170).
- 1) Παραδίνομαι:
- Το ουδ. της μτχ. παρκ. δο(σ)μένο(ν) = καθορισμένο (από το Θεό ή τη φύση), επιτρεπτό, καθιερωμένο:
- είχα πολλές αγαφτικές, σαν είν’ τω νιω δοσμένο (Πανώρ. Δ´ 9· Κυπρ. ερωτ. 9327).
[αρχ. δίδωμι - μτγν. δίδω. Ο τ. δίνω στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. δούδω και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.