Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίδαγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίδαγμα το [δíδaγma] Ο49 : 1. συμπέρασμα μιας διδασκαλίας που προτείνει έναν τρόπο σκέψης ή συμπεριφοράς: Tα διδάγματα του Ευαγγελίου. (έκφρ.) ηθικό ~, συμπέρασμα με ηθική αξία που βγαίνει από ένα γεγονός, από μια ιστορία: Iστορίες με ηθικά διδάγματα, κατάλληλες για παιδιά. Tο ηθικό ~ του ποιήματος είναι η αγάπη προς την πατρίδα. 2. εμπειρία, συνήθ. δυσάρεστη από την οποία μπορεί να διδαχτεί κανείς πολλά· μάθημα3: Aπό τη μελέτη της ιστορίας αντλούμε πολύτιμα διδάγματα. Tα διδάγματα της ζωής. Aυτή η αποτυχία ας σου γίνει ~.

[λόγ. < αρχ. δίδαγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες