Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίγνωμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δίγνωμος, επίθ.
  • 1) Ασταθής, αμφιταλαντευόμενος, άστατος:
    • την φιλιάν της … την ηύρα δίγνωμην (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 806).
  • 2) Διπρόσωπος, δόλιος:
    • Αν το ’χα ξεύρει, δίγνωμε, ότι φιλείς και αρνάσαι (Ερωτοπ. 487).
  • Το ουδ. ως ουσ. = αστάθεια:
    • ειδέ η τύχη … στρέφει εκ το δίγνωμόν της (Λίβ. Esc. 4261).

[μτγν. επίθ. δίγνωμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίγνωμος -η -ο [δíγnomos] Ε5 : (σπάν.) που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες ή σε δύο αποφάσεις· δίβουλος.

[ελνστ. δίγνωμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες