Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίγλωσσος -η -ο [δíγlosos] Ε5 : 1. που είναι γραμμένος σε δύο γλώσσες: Δίγλωσση επιγραφή / έκδοση. Δίγλωσσο λεξικό, όπου οι λέξεις μεταφράζονται από μια γλώσσα σε μια άλλη. 2. που χρησιμοποιεί δύο γλώσσες ως μητρικές: Οι δίγλωσσοι πληθυσμοί της Ελβετίας / του Bελγίου. || για χώρα ή περιοχή όπου υπάρχουν δύο γλωσσικές κοινότητες.
[λόγ. < αρχ. δίγλωσσος `που μιλάει δύο γλώσσες΄]