Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίβουλος -η -ο [δívulos] Ε5 : (σπάν.) που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, σε δύο αποφάσεις· δίγνωμος: Ήταν ~, να φύγει ή να μη φύγει;
[μσν. δίβουλος < δι- 1 + βουλ(ή) -ος]