Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δήμιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δήμιος ο [δímios] Ο19 : 1. αυτός ο οποίος εκτελεί τις θανατικές ποινές που επιβάλλει η πολιτεία: Ο ~ πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του κατάδικου. || (επέκτ.) αυτός που σχεδιάζει, που αποφασίζει (ή και εκτελεί) το θάνατο, τον αφανισμό άλλων: Ο Xίτλερ υπήρξε ο ~ του εβραϊκού λαού. 2. (μτφ.) α. αυτός που κακομεταχειρίζεται, που βασανίζει κπ.· ο βασανιστής. β. ο φονιάς.

[λόγ.: 1: αρχ. δήμιος (ενν. δοῦλος) `δούλος επιφορτισμένος με εκτελέσεις΄· 2: σημδ. γαλλ. bourreau]

[Λεξικό Κριαρά]
δήμιος, επίθ. — ουσ.
  • Α´ (Ως επίθ.) που βασανίζει, κακούργος:
    • Έρωταν δήμιον (Βέλθ. 343
    • τους δήμιους Μοραΐτες (Χρον. Μορ. H 8266).
  • Β´ Ως ουσ.
    • 1) Τύραννος:
      • ουκ είσαι χώρας βασιλεύς, πιστεύω δήμιος είσαι (Λίβ. P 2261).
    • 2) Εκτελεστής θανατικής ποινής:
      • ο δήμιος την κεφαλήν ’κ τους νώμους του χωρίζει (Κορων., Μπούας 81).

[αρχ. επίθ. δήμιος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες