Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δήμευση η [δímefsi] Ο33 : η κατάσχεση από το δημόσιο (μέρους ή όλου) των περιουσιακών στοιχείων, που επιβάλλεται σε κπ. ως ποινή σε ορισμένες περιπτώσεις· (πρβ. απαλλοτρίωση): Tου επιβλήθηκε αφαίρεση της ιθαγένειας και ~ της περιουσίας του.
[λόγ. < αρχ. δήμευ(σις) -ση]