Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δήμαρχος ο [δímarxos] Ο20α θηλ. δήμαρχος [δímarxos] Ο36 & (προφ.) δημαρχίνα [δimar
ína] Ο26 : αιρετός άρχοντας της τοπικής αυτοδιοίκησης, επικεφαλής ενός δήμου: Εκλέγομαι / βγαίνω ~. Yποψήφιος ~. Ο ~ Aθηναίων / Θεσσαλονίκης. ΦΡ τα παράπονά σου στο δήμαρχο, ως δήλωση αδιαφορίας απέναντι σε παράπονα ή σε διαμαρτυρίες. από ~ κλητήρας, για κπ. που ξεπέφτει, που υποβαθμίζεται κοινωνικά, οικονομικά ή σε κάποια άλλη κλίμακα ιεραρχίας. || θηλ. δημαρχίνα, και η γυναίκα του δημάρχου. [λόγ. < αρχ. δήμαρχος `εκπρόσωπος ενός από τους δήμους της Aθήνας΄, ελνστ. σημ.: `εκπρόσωπος του κοινού λαού΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δήμαρχ(ος) -ίνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δήμαρχος ο.
-
- Ο επικεφαλής των δήμων της Κωνσταντινούπολης:
- Του γαρ βασιλέως προστάξαντος τοις δημάρχοις … (Σφρ., Χρον. 13212).
[αρχ. ουσ. δήμαρχος. Η λ. και σήμ.]
- Ο επικεφαλής των δήμων της Κωνσταντινούπολης: