Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δέσποινα η [δéspina] Ο27 : 1. (παρωχ.) τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση για σεβάσμια κυρία. 2. Δέσποινα, τίτλος της Παναγίας: Παναγιά μου Δέσποινα, βοήθησέ με. H Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
[1: λόγ. < αρχ. δέσποινα· 2: μσν. Δέσποινα (< αρχ. δέσποινα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δέσποινα η· δεσποίνη.
-
- 1) Κυρία, αφέντρα:
- (Σαχλ., Αφήγ. 106)·
- Μαρία … των ουρανών δέσποινα (Σκλέντζα, Ποιήμ. 75).
- 2) Σύζυγος βασιλιά ή άρχοντα:
- εγέννησε και ο βασιλεύς υιόν … εξ άλλης γαστρός και ουκ από της δεσποίνης (Πανάρ. 724).
- 3)
- α) Τίτλος τιμητικός:
- Αρτέμιδά μου …, κυρά και δέσποινά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1124])·
- β) (κύρ. όν.) η Παναγία:
- Γονατιστοί στην Δέσποιναν ούτως παρακαλούσιν (Θρ. Κύπρ. 861).
- α) Τίτλος τιμητικός:
[αρχ. ουσ. δέσποινα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κυρία, αφέντρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσποινάριο το [δespinário] Ο41 : (παρωχ.) περιπαιχτικά, μικρή δεσποινίδα.
[λόγ. δέσποιν(α) -άριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσποινάτος.
-
- Που ανήκει σε βασίλισσα:
- θρονία δεσποινάτα (Διήγ. παιδ. 916).
[<ουσ. δέσποινα + κατάλ. ‑άτος]
- Που ανήκει σε βασίλισσα:
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσποινάχατ η.
-
- Κυρία, ως τιμητικός τίτλος μιας πριγκίπισσας της οικογένειας των Κομνηνών:
- ήλθεν η δεσποινάχατ η κυρά Μαρία (Πανάρ. 7227).
[<ουσ. δεσποινάχατουν (πβ. Έκθ. χρον. 6022 κριτ. υπ.) <συμφ. των ουσ. δέσποινα + χατούν (<τουρκ. hatun· βλ. Mor. II 343-4). Για τη λ. βλ. και Mor. II 117.]
- Κυρία, ως τιμητικός τίτλος μιας πριγκίπισσας της οικογένειας των Κομνηνών: