Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δέσμη η [δézmi] Ο30 : 1. σύνολο από ομοειδή μεμονωμένα πράγματα δεμένα ή ενωμένα μεταξύ τους: ~ εγγράφων. || (επιστ.) ~ φωτεινών ακτίνων. Φωτεινή ~, σύνολο ακτίνων που προέρχονται από την ίδια πηγή. ~ καθοδικών ακτίνων, το σύνολο των ηλεκτρονίων που κατευθύνονται από την κάθοδο προς την άνοδο. 2. με αφηρημένα ουσιαστικά, για σύνολα ή ομάδες: ~ μέτρων / αποφάσεων. || (ειδικότ.) ~ (μαθημάτων), για σύνολο μαθημάτων: Πρώτη / δεύτερη / τρίτη / τέταρτη ~. Kαθηγητής / μαθήματα δέσμης.Kατάργηση των δεσμών.
[λόγ. < αρχ. δέσμη `δεμάτι΄ σημδ. γαλλ. faisceau & αγγλ. bundle]