Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέσιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δέσιμο το [δésimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δένω, συνήθ.: 1α. για τη σύνδεση με κόμπο ή φιόγκο των δύο ελεύθερων άκρων ενός νήματος, ενός σκοινιού κτλ. ή ξεχωριστών νημάτων ή σκοινιών μεταξύ τους: Tο ~ της κορδέλας / του σκοινιού. || Tο ~ της γραβάτας. || (έκφρ.) τρελός για ~, πολύ τρελός. β. για τη συνένωση, με νήμα, σκοινί κτλ., ομοειδών συνήθ. αντικειμένων σε δεμάτι: Tο ~ του χόρτου. γ. για την επίδεση τραύματος: Tο ~ της πληγής. 2. (οικ.) για συναισθηματική δέσμευση: Yπάρχει μεγάλο ~ μεταξύ τους. 3. για τη σύνδεση, τη μεθοδική συναρμολόγηση των διάφορων τμημάτων ενός αντικειμένου, ενός μηχανισμού κτλ.: Στο λύσιμο τα κατάφερες, στο ~ θέλω να σε δω! || Tο ~ των βιβλίων, η βιβλιοδεσία. Bιβλία με ωραίο ~. || Tο ~ του δαχτυλιδιού. 4. για τη σαφέστερη ή οριστικότερη μορφή που παίρνει κτ., συνήθ.: α. για άνθος που μετατρέπεται σε καρπό. β. για υγρό που γίνεται πυκνότερο ή παχύρρευστο: Tο ~ της σάλτσας / του σιροπιού. || Tο ~ του γλυκού (του κουταλιού).

[δεσ- (δένω) -ιμο]

[Λεξικό Κριαρά]
δέσιμον το.
  • 1)
    • α) (Πληθ.) δεσμά (μεταφ.):
      • να λυθεί ο τοιούτος από τα δεσίματα της απωλείας (Χριστ. διδασκ. 424
    • β) (μεταφ.) δεσμός:
      • το δέσιμον του πόθου του ιδικού σου (Λίβ. Sc. 801).
  • 2) (Προκ. για όρκο, αφορισμό) δέσμευση:
    • (Λίβ. Sc. 1468
    • θέλομεν τον λύσει από το δέσιμον του αφορισμού (Χριστ. διδασκ. 423).
  • 3) Ένωση (προκ. για γάμο):
    • με γάμου δέσιμον να σμίξουν τα παιδιά μας (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1030]).

[<ουσ. δέσις + κατάλ. ιμον. Η λ. (ο) στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες