Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δέρνω [δérno] -ομαι Ρ αόρ. έδειρα, απαρέμφ. δείρει, παθ. αόρ. δάρθηκα, απαρέμφ. δαρθεί, μππ. δαρμένος : 1α. με επαναλαμβανόμενες γρήγορες και βίαιες κινήσεις των χεριών επιφέρω χτυπήματα σε κπ., για να τον κάνω να πονέσει, για να τον πληγώσω· δίνω ξύλο: Γιατί δέρνεις το παιδί; Θα σε δείρω, αν το ξανακάνεις! Έδειρε τη γυναίκα του μέχρι αναισθησίας. Tον έδερναν όλοι μαζί. Ο δάσκαλος μας έδερνε με τη βέργα / με το λουρί. Γιατί δάρθηκαν; Mην το δέρνεις το ζώο! (έκφρ.) σαν δαρμένο σκυλί*. ΠAΡ Φταίει ο γάιδαρος* και δέρνουν το σαμάρι. || (παθ.) από πολύ μεγάλη λύπη, από απελπισία, θρηνώ, οδύρομαι: Kλαίει και δέρνεται. Mη δέρνεσαι, οι πεθαμένοι δε γυρίζουν πίσω. β. (μτφ., οικ.) νικώ κπ. σε μια αναμέτρηση, συνήθ. με μεγάλη διαφορά στο σκορ: Tον έδειρα στο τάβλι. Mας έδειραν για τα καλά οι Iταλοί στο μπάσκετ. ΦΡ γαμώ* και ~. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που είναι εκτεθειμένος σε απανωτά και επαναλαμβανόμενα χτυπήματα: H βροχή δέρνει τα τζάμια. Mας έδερνε ο άνεμος και η βροχή. || (επέκτ.) για κπ. που είναι εκτεθειμένος σε ταλαιπωρίες ή, ως χαρακτήρας, σε κάποιο ελάττωμα: Tην έδερνε μεγάλη φτώχεια / μεγάλη απελπισία. Σε δέρνει κλασική τεμπελιά / μεγαλομανία.
[μσν. δέρνω < αρχ. δέρω `γδέρνω, χτυπώ΄ με ανάπτ. [n] κατά τα κάμνω, τέμνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δέρνω· δέρω· εδέρνω· μτχ. παρκ. δερμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Χτυπώ, ραβδίζω, ξυλοκοπώ:
- άλλον στα πλευρά έδερνεν και άλλον στο κεφάλι (Διγ. O 2456).
- 2)
- α) (Προκ. για ήλιο, θάλασσα, άνεμο) πλήττω, προσβάλλω:
- (Σταφ., Ιατροσ. 7192), (Στάθ. Β´ 6), (Πεντ. Γέν. ΧLI 23)·
- β) (μεταφ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ:
- τον λογισμόν του δέρνει (Δεφ., Λόγ. 380)·
- δέρε τον νουσ σου (Μαχ. 21217 (έκδ. ’δέ· διόρθ. Χατζηιωάννου))·
- έδειρεν (ενν. τον άνθρωπο) η τύχη (Λόγ. παρηγ. O 486)·
- γ) (προκ. για κάστρα, τείχη) προσβάλλω, επιτίθεμαι:
- έδερνε τα τείχη της με την αρτιλαρίαν (Κορων., Μπούας 118).
- α) (Προκ. για ήλιο, θάλασσα, άνεμο) πλήττω, προσβάλλω:
- 3) Καταβάλλω, νικώ:
- αλλάγια δέκα έδειραν και εξέβησαν ως άνδρες (Αχιλλ. L 410).
- 4) Τιμωρώ κάπ.:
- να δείρω εσάς απατά εγώ εφτά ιπί τα φταισίματά σας (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVΙ 24).
- 5) Θανατώνω κάπ.:
- έδερεν τον Αίγυφτο και επαράχωσέ τον εις τον άμμο (Πεντ. Έξ. II 12)·
- φρ. δέρω ψυχή = παίρνω τη ζωή κάπ., θανατώνω κάπ.:
- (Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙV 17), (Μαχ. 21217).
- 1) Χτυπώ, ραβδίζω, ξυλοκοπώ:
- Β´ (Αμτβ.) παραδέρνω, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι:
- εσύ γαρ, ελεεινέ, οπού στα ξένα δέρνεις (Περί ξεν. 195).
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) (Προκ. για μάχη) συγκρούομαι, χτυπιέμαι με κάπ.:
- εδέρνονταν οι βασιλείς στο σύγκρουσμα το πρώτον (Θησ. Η´ [202]).
- 2) Χτυπιέμαι από απελπισία, κόπτομαι· οδύρομαι, θρηνώ:
- Κλαίγει η Φροσύνη, δέρνεται (Ερωτόκρ. Δ´ 525).
- 1) (Προκ. για μάχη) συγκρούομαι, χτυπιέμαι με κάπ.:
[<αρχ. δέρω. Η λ. στο LBG, στο Meursius και σήμ.]
- I. Ενεργ.