Παράλληλη αναζήτηση
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δέρμα το [δérma] Ο48 : 1. το φυσικό εξωτερικό περικάλυμμα του σώματος του ανθρώπου και των ζώων: Tο ~ αποτελείται από την επιδερμίδα, το χόριο και τον υποδόριο ιστό. Mερικά ερπετά αλλάζουν ~. 2. η ανθρώπινη επιδερμίδα: Είχε ένα φίνο, απαλό, αλαβάστρινο ~. Tο χρώμα του δέρματος. Mαυρισμένο ~. Aσθένειες του δέρματος. Kρέμες για ξηρά / λιπαρά / κανονικά / μεικτά δέρματα. 3. γδαρμένο δέρμα ζώου το οποίο έχει υποστεί ειδική επεξεργασία: Kατεργασία δερμάτων. Kατεργασμένο / ακατέργαστο ~. ~ γυαλιστερό / μαλακό / σκληρό. Tσάντα / παπούτσια από ~ φιδιού. Γούνα από ~ βιζόν.
δερματάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [αρχ. δέρμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δέρμα το.
-
- α) Το φυσικό περίβλημα του σώματος, το «πετσί»:
- (Σταυριν. 382)·
- β) το γδαρμένο και ακατέργαστο περίβλημα των ζώων, τομάρι:
- (Αιτωλ., Μύθ. 1443).
[αρχ. ουσ. δέρμα. Η λ. και σήμ.]
- α) Το φυσικό περίβλημα του σώματος, το «πετσί»:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματεμπορία η [δermatemboría] Ο25 : εμπόριο δερμάτων· δερματεμπόριο.
[λόγ. δερματ(ο)- + -εμπορία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματεμπόριο το [δermatembório] Ο40 : εμπόριο δερμάτων· δερματεμπορία.
[λόγ. δερματ(ο)- + -εμπόριο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματέμπορος ο [δermatémboros] Ο20 & (προφ.) δερματέμπορας ο [δermatémboras] Ο5 : αυτός που ασχολείται με το εμπόριο δερμάτων.
[λόγ. δερματ(ο)- + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
[Λεξικό Κριαρά]
- δερματένιος, επίθ.
-
- Που είναι φτιαγμένος από δέρμα, πέτσινος:
- δερματένια ρούχα (Χούμνου, Κοσμογ. 154).
[<ουσ. δέρμα + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που είναι φτιαγμένος από δέρμα, πέτσινος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματικός -ή -ό [δermatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δέρμα του ανθρώπου: Δερματικά νοσήματα. Δερματικές παθήσεις.
[λόγ. < αρχ. δερματικός `από δέρμα΄ σημδ. γαλλ. de la peau]
[Λεξικό Κριαρά]
- δερμάτιν το· δερμάτι· δερμάτιον.
-
- 1)
- α) Το δέρμα του ζώου:
- ήτονε η τρίχα του ψαρή, μπαλώματα γεμάτη, … σ’ όλο του το δερμάτι (Ερωτόκρ. Β´ 340)·
- β) το γδαρμένο και ακατέργαστο περίβλημα του σώματος των ζώων, τομάρι:
- ντυμένος μ’ ένα δερμάτι λύκινο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1228]).
- α) Το δέρμα του ζώου:
- 2) (Συνεκδ.) ασκί:
- (Ιστ. Βλαχ. 1322).
- 3) Έκφρ. ζαμάρα με δερμάτι = άσκαυλος, γκάιντα:
- (Βίος Δημ. Μοσχ. 644).
- 4) (Μειωτ.) προκ. για το σώμα του ανθρώπου, γενικά για τον άνθρωπο (πβ. νεοελλ. τομάρι):
- μόνον να εξανάνιωνε το παλαιόν δερμάτι (Περί γέρ. 184 (έκδ. δερματάκι).)>
[αρχ. ουσ. δερμάτιον. Η λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματίνη η [δermatíni] Ο30 : τεχνητή ουσία που αντικαθιστά το δέρμα3 στην κατασκευή διάφορων αντικειμένων.
[λόγ. δερματ- (δέρμα) -ίνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- δερμάτινος, επίθ.
-
- Δερμάτινος·
- (προκ. για το ανθρώπινο δέρμα, μεταφ.):
- χιτώνας δερματίνους (Νεόφ. Έγκλ. Β´ 9).
- (προκ. για το ανθρώπινο δέρμα, μεταφ.):
[αρχ. επίθ. δερμάτινος. Η λ. και σήμ.]
- Δερμάτινος·